Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Εξαγγελία ανεξάρτητης υποψηφιότητας Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη για τον Δήμο Λευκονοίκου

Για 42 χρόνια τώρα, η ψυχή μου, λεύτερο πουλί, πετά στην αγαπημένη κωμόπολη του Λευκονοίκου, τη γενέθλια γη μου, αλλά και σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη μας, τα οποία κουβαλώ μέσα μου, ελπίζοντας ότι θα έρθει το «νόστιμον ήμαρ», η μέρα της επιστροφής στη γη των προγόνων μας, στη γη που πρωταντικρίσαμε τον ήλιο, εκεί όπου είναι θαμμένοι γονιοί και πρόγονοί μας, εκεί που αφήσαμε τα πιο όμορφά μας χρόνια…
Όλα αυτά τα δίσεκτα χρόνια της προσφυγιάς μας προσφέρω με όλες μου τις δυνάμεις, με ανιδιοτέλεια και περισσή αγάπη, σε όλες τις εκδηλώσεις του Δήμου και του Σωματείου μας, από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του, μαζί με άλλους φίλους και φίλες, μαζί με τους δασκάλους, τις δασκάλες, τους καθηγητές και τις καθηγήτριές μου, που αποτελούν τα πρότυπά μου, με μόνο στόχο τη διατήρηση της μνήμης, της κουλτούρας, της παράδοσης και του πολιτισμού της κωμόπολής μας. 

Της κωμόπολής μας που τιμούσε τον άνθρωπο, τις τέχνες και τα γράμματα, γι’ αυτό και μόρφωνε τη γυναίκα, γέννησε έναν Βασίλη Μιχαηλίδη, υπήρξε η κοιτίδα του Συνεργατισμού στο νησί μας, ανέθρεψε ήρωες, θρησκευτικούς ταγούς, έναν Άρχοντα Πρωτοψάλτη, λαϊκούς ποιητές, λογοτέχνες, επιστήμονες, εμπόρους και επιχειρηματίες, τεχνίτες και τόσους και τόσες άλλες, απλούς ανθρώπους, εκλεκτούς και εκλεκτές, που κόσμησαν το στερέωμα της οικονομικής και πνευματικής ζωής του τόπου μας.
Τούτη την ώρα, μνημονεύω τους μακαριστούς Δημάρχους μας, τον Μάρκο Σπανό και τον Λυκούργο Κάππα, ο οποίος μαζί με το Δημοτικό του Συμβούλιο με όρισε ως Πολιτιστική Λειτουργό του Δήμου Λευκονοίκου. Τους ευχαριστώ για όσα πρόσφεραν στον Δήμο μας, όπως ευχαριστώ από καρδιάς τον νυν Δήμαρχο Μιχάλη Πήλικο μαζί με το Δημοτικό του Συμβούλιο, που προέρχεται από τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ,, όπως και ανεξάρτητους, για το πολυσχιδές έργο τους και την άψογη, θαυμάσια συνεργασία που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια για την πραγμάτωση πνευματικών, πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων. Τους ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και την τιμή στο πρόσωπό μου.
Ζήνα καθηγήτρια στο Λύκειο Ακροπόλεως

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι συλλογικά, με σύμπνοια, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, μπορούμε να συντηρήσουμε τη μνήμη του Λευκονοίκου μας μέχρι την ευλογημένη ώρα της Ανάστασής μας, αλλά κυρίως να μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές το ήθος, τις αξίες, τις αρχές και τις αρετές που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, ανακοινώνω ότι, με βαριά συναίσθηση ευθύνης απέναντι στην Ιστορία μας, κατέρχομαι ως ανεξάρτητη, υπερκομματική υποψήφια Δήμαρχος Λευκονοίκου, στις Δημοτικές Εκλογές του προσεχούς Δεκεμβρίου. 
Σημαιοφόρος στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου

ΑΓΑΠΩ με πάθος το Λευκόνοικο και τους ανθρώπους του! Έχω τις γνώσεις, τα βιώματα και το όραμα, γι’ αυτό έχω την πεποίθηση ότι με τη βοήθεια του Θεού θα μπορώ από το αξίωμα της Δημάρχου να προσφέρω ακόμα περισσότερα στην κωμόπολή μου και να την εκπροσωπώ επάξια σε κάθε ευκαιρία. Θα στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις τους συνδημότες και τις συνδημότισσές μου και θα ενισχύσω τις επαφές με όλους, αλλά κυρίως με τη νέα γενιά! Στόχος μου είναι να ενδυναμώσουμε τις σχέσεις μας, και τα νέα παιδιά να νιώθουν περηφάνια για την καταγωγή τους!Το χρωστάμε σ’ αυτούς που πέρασαν και σ’ αυτούς που θα’ ρθουν! Το χρωστάμε στην Ιστορία του Λευκονοίκου!
Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη, Λευκόνοικο, Αμμοχώστου
μαζί με την αγαπημένη μου φιλόλογο κ. κούλα Παρασκευά από το Λευκόνοικο

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Ο Ήρωας Μαθηματικός Πανίκκος Χατζηπαντελής ο οποίος χάθηκε στην περιοχή του Κουτσοβέντη σαν σήμερα πριν από 42 χρόνια.
Ο πρώτος αγνοούμενος από το Λευκόνοικο του οποίου τα οστά ταυτοποιήθηκαν με τη γνωστή μέθοδο.
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου,MSc
Σήμερα, κηδεύσαμε τον πρώτο αγνοούμενο του Δήμου Λευκονοίκου που τα οστά του ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNΑ. Είναι ο Πανίκκος Χατζηπαναγής, ο τελειόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο αριστούχος μαθητής του Γυμνασίου Λευκονοίκου, ο σεμνός, μεγαλόψυχος νέος, με ευγένεια και αρετή, ο ευπρεπής, ευφυής, εύστροφος, ταλαντούχος και πολύ δραστήριος, που ξεχώριζε στον χορό, το τραγούδι, αλλά κυρίως στη βυζαντινή μουσική, αφού του άρεσε να ψάλλει.
Ανάμεσα στους ιερείς που τέλεσαν την εξόδιο ακολουθία ήταν και ο φιλόλογος καθηγητής του πατήρ Κυριάκος Ρήγας, που απ' ό,τι θυμάμαι πολύ καλά, τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε πάρα πολύ, γιατί έμοιαζαν. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν δυο διάνοιες, η μια στα Φιλολογικά και η άλλη στα Μαθηματικά, και είχαν κοινή αγάπη την εκκλησία και την ψαλτική.
Ο Πανίκκος Χατζηπαντελής. 40 χρόνια αγνοούμενος. Σχεδόν τον ξεχάσαμε οι πιο πολλοί. Ξεχάσαμε τη φυσιογνωμία του. Ήταν 23 χρονών. Του έμεινε ένα μάθημα να πάρει το πτυχίο του. Γύρισε αρχές Ιουλίου του 1974, όπως κι εμείς, από την Αθήνα για να περάσει το καλοκαίρι με τους δικούς του.
Σήμερα θα ήταν 63 χρονών, και θα είχε αφυπηρετήσει, όπως και οι φίλοι του. Θα είχε κάνει οικογένεια, θα είχε μαθητές που θα τον λάτρευαν, είμαι σίγουρη, γιατί, πέρα από εγκρατής της Μαθηματικής Επιστήμης, ήταν καλόψυχος, προσηνής και καλόκαρδος, και τώρα θα απολάμβανε τους καρπούς των μόχθων του. Θα έκανε κι αυτός, όπως όλοι μας, τα δάνειά του για να κτίσει σπίτι και να επιβιώσει στην προσφυγιά, ίσως να είχε και εγγόνια τώρα να νταντεύει.
Τον πρόλαβε, όμως, ο πόλεμος. Μοίρα κακή τού έμελλε να του στήσει καρτέρι ο Χάροντας σε μια βουνοκορφή του Πενταδακτύλου μας, κοντά στο χωριό Κουτσοβέντη. Ο Πανίκκος, που υπηρέτησε στις Δυνάμεις Καταδρομών, εκείνο τον Ιούλη τον μαχαιρωμένο, ως έφεδρος τοποθετήθηκε στο 398 Τάγμα Πεζικού που από την Κυθρέα προχώρησε προς το τουρκοκυπριακό χωριό Επηχώ, την Πέτρα του Διγενή και το Τζιάος, στο οποίο βρίσκονταν ισχυρές τουρκοκυπριακές δυνάμεις. Μαζί με το 305 Τάγμα Επιστρατεύσεως κατέλαβαν το Τζιάος στις 22 Ιουλίου, το μεσημέρι.
 Μόνο στο άκουσμα αυτού του χωριού, παγώναμε στα μικρά μας χρόνια. Ήταν το μεγαλύτερο τουρκοκυπριακό χωριό της περιοχής μας με πολύ φανατισμένους κατοίκους που δημιουργούσαν συνέχεια προβλήματα στους κατοίκους των γύρω χωριών. 
Ο Πανίκκος γύρισε στο σπίτι του στις 11 Αυγούστου με άδεια, και ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν οι δικοί του, οι γονείς του και οι δύο αδελφές του που τον λάτρευαν.
Στη Β΄φάση της τουρκικής εισβολής, ο Πανίκκος με άλλους άνδρες από τη μονάδα του επάνδρωναν θέσεις σε ύψωμα βόρεια του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Μετά την ορμητική επέλαση του τουρκικού στρατού, που οι δυνάμεις του ήταν καταφανώς υπέρτερες των δικών μας, με τα βαρέα όπλα, τα άρματα μάχης και τα αεροπλάνα, τα παιδιά μας βρέθηκαν περικυκλωμένα. Οι Τούρκοι διέσπασαν τις γραμμές της Εθνικής Φρουράς!
Όλα ήταν μάταια εκείνες τις ώρες. Πώς να τα βγάλουν πέρα τα παιδιά μας με την υπεροπλία της πολεμικής μηχανής της Τουρκίας; Ο Πανίκκος θεάθηκε μαζί με άλλους δυο στις 16 Αυγούστου στην περιοχή του Κουτσοβέντη. Ήταν η τελευταία φορά που έδωσε σημεία ζωής.
Όπως κάθομαι στο γραφείο μου, στον πάνω όροφο του σπιτιού μου, βλέπω ακριβώς απέναντί μου τον Πενταδάκτυλο και τα φώτα του Συγχαρί, του Βουνού και του Κουτσοβέντη. Σκέφτομαι όλα τα παιδιά μας που βρέθηκαν στην ίδια θέση. Περικυκλωμένοι από έναν απηνή εχθρό, εξουθενωμένοι από τον καταιγισμό των πυρών και την άνιση μάχη, πικραμένοι από την προδοσία, χαμένοι σε άγνωστες βουνοκορφές με τον θάνατο να ελλοχεύει σε κάθε τους βήμα, σαν δαμόκλειος σπάθη να τους κόψει το νήμα της ζωής.
Ναι, ο Πανίκκος ήταν λίγο πιο μεγάλος από τους συμμαθητές μου, πιο έμπειρος, πιο ώριμος. Μα φαντάζομαι ότι ο φόβος του άγνωστου, η αγωνία για το μέλλον τους, η προσπάθεια για να βρουν μια διέξοδο και να γλυτώσουν τη ζωή τους, έκαναν εκείνες τις στιγμές εφιαλτικές, που μόνο όσοι τις έζησαν μπορούν να καταλάβουν.
Φαντάζομαι πόσες προσευχές θα έκανε ο Πανίκκος στον Σωτήρα μας για να τον βοηθήσει. Πόσες φορές θα επικαλέστηκε την Παναγία μας, γιατί ήταν παιδί με βαθιά πίστη στον Θεό. Μα και πόσος φόβος θα είχε εμφιλοχωρήσει στην ψυχή του, γιατί και οι ήρωες είναι άνθρωποι και όχι υπερφυσικοί και ημίθεοι. Ως άνθρωποι και οι ήρωες λιποψυχούν, γιατί «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα», όπως μας υπενθυμίζει ο εθνικός μας ποιητής.
Δεν μου αρέσει η εξιδανίκευση και η ωραιοποίηση. Προτιμώ τους ήρωες ανθρώπινους, με συναισθήματα, με αγάπη για τη ζωή, για τις χαρές της και τα κάλλη της. Δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι θα έβλεπε και τι θα σκεφτόταν τη στιγμή της σύλληψης και της εκτέλεσής του. Πιστεύω, όμως, ότι μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν θα τον εγκατέλειψε η ελπίδα. Τουλάχιστον τέτοια εντύπωση μου έδινε από όσο τον ήξερα. Ήταν μαχητής, ενθουσιώδης, με δυνατή ψυχή.
Μπορεί να πέρασαν μπροστά του σκηνές από τη ζωή του, στο Λευκόνοικο και την Αθήνα, μπορεί να σεριάνισε το μυαλό του στον ηλιακό του σπιτιού του, εκεί που η  μάνα του ολημερίς ύφαινε τα λευκονοικιάτικα υφαντά της για να μπορέσει να σπουδάσει τον μοναχογιό της, το καμάρι της. Ή ποιος ξέρει τι μυστικό θα  κρατούσε σαν φυλακτό στην καρδιά του; Ποιο κορίτσι θα τον συντρόφευε μέχρι την τελευταία του πνοή;
Ναι, αν ήθελε, θα μπορούσε να φύγει πιο νωρίς, να γίνει ρίψασπις, και να διασωθεί. Η καβαφική όμως αξιοπρέπεια, η παιδεία του και η αγωγή του δεν του επέτρεπαν να κινήσει από το χρέος. Γι' αυτό έμεινε με τους άλλους ήρωες και φύλαξαν τις Θερμοπύλες του νησιού μας. Τίμησαν την προγονική αρετή. 
Μαζί με τον Πανίκκο, το λεβεντόπαιδο της γειτονιάς μας που γύρισε μια χούφτα κόκκαλα σε μια κασόνα, συνειρμικά ο νους μας πήγε και στον άλλο γείτονά μας, και συγκάτοικό του στην Αθήνα, τον Νίκο Μανδρίτη, τον φοιτητή της Οδοντιατρικής. Μικρός το δέμας ο Νίκος, αλλά μεγάλος στην ψυχή, σκοτώθηκε στη διάρκεια της δεύτερης εισβολής, και τον έθαψαν οι δικοί του στη Λάρνακα.
Τους θυμάμαι στην Αθήνα. Όταν πήγα το 1973 πρωτοετής φοιτήτρια, κάποιες φορές τους επισκεπτόμαστε με τα ξαδέλφια μου στο διαμέρισμά τους  στους Αμπελοκήπους. Θυμάμαι τα γέλια που κάναμε, τα πειράγματα του Πανίκκου αλλά και του Κυριάκου Χριστοφόρου, του τρίτου τους συγκατοίκου, προς τον Νίκο. Τον κορόιδευαν ότι δεν θα τον εμπιστεύονταν να τους φτιάξει τα δόντια τους.   Όμορφες εποχές. Γεμάτες ανεμελιά, χαρά, αισιοδοξία μα και σεβασμό, άδολη φιλία, ανθρωπιά.
Κι ύστερα ήρθε η προσφυγιά. Εμπλουτίστηκε το λεξιλόγιό μας με τη λέξη αγνοούμενος. Η μάνα του, αλλοπαρμένη, ρωτούσε απεγνωσμένα να μάθει για τον γιο της. Αυτός ο καημός την έστειλε στον τάφο.
Καλό σου ταξίδι, φίλε Πανίκκο. Τώρα που ησύχασε η ψυχή σου, τώρα που σου έγιναν τα πρέποντα για έναν Χριστιανό Ορθόδοξο Έλληνα, ας αναπαυτεί το σώμα σου στη γη της Λάρνακας, μέχρι να σε θάψουμε μαζί με τους προγόνους σου στο Λευκόνοικό μας. Σε παρακαλούμε, εκεί στα παραδεισένια τοπία που ζεις, γιατί είμαι σίγουρη ότι ένα τέτοιο αγνό και ταπεινό παιδί είναι στους κόλπους του Θεού, να προσεύχεσαι και για μας τους υπολειπόμενους.
Αιωνία ας είναι η μνήμη σου και αγήρατος η δόξα σου. Εμείς θα σε θυμόμαστε πάντα από το σύντομο πέρασμά σου από αυτή τη ζωή. Θα θυμόμαστε τον ήρωα του Λευκονοίκου με την αρχοντική ψυχή, την ανιδιοτέλεια, το απαράμιλλο ήθος και τα πολλά χαρίσματα!



Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΖΑΚΟΥ, ΠΑΤΑΤΣΟΥ, ΜΙΧΑΗΛ

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου
«Αγαπητέ αδελφέ,
Όταν θα πάρεις το γράμμα μου αυτό θα έχω φύγει για πάντα.(Υπάρχει κανείς που θα μείνει;).
Η ώρα του θανάτου πλησιάζει μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία.Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει τραγωδία στο θάνατο.Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, αν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος.Πρώτα ή ύστερα έπρεπε να διαθέσω τη ζωή μου. Δε βλέπω πιο κατάλληλη στιγμή από την τωρινή, για να το κάνω.
Δίνε θάρρος στην οικογένεια. Προσπάθησε να παρηγορήσεις τη μητέρα μας.Ο πρώτος της γιος από τώρα και στο εξής θα είσαι εσύ και όχι εγώ.
Σε φιλώ,
Ο αδελφός σου Ανδρέας».
Ο τάφος του ήρωα Ανδρέα Ζάκου
9 Αυγούστου 1956. Ο ουρανός της Μεγαλονήσου μας μαύρισε γι’άλλη μια φορά, θρηνώντας τα νιάτα και την ομορφιά τριών παλληκαριών, που δεν τα φόβιζε ο θάνατος, γιατί θεωρούσαν τη ζωή περιττή μέσα στη σκλαβιά.Τρία νέα Ελληνόπουλα, και μπροστά τους μόνο η αγχόνη και το φως της λευτεριάς, που δεν μπορούσαν να του αντισταθούν: Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Χαρίλαος Μιχαήλ.
Στο βάθος η αγχόνη
Ο Ανδρέας Ζάκος, που έγραψε την πιο πάνω επιστολή, γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Λινού, αλλά μεγάλωσε στη Λεύκα. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σολέας και εργάστηκε στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Ξεχώριζε για το ήθος, την ευγένεια και την προσήλωσή του στα ελλληνικά ιδεώδη. Σε νεαρή ηλικία πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σωματείων στην περιοχή της Σολιάς.
Με την ομάδα του Μάρκου Δράκου στις 15 Δεκεμβρίου του 1955 έστησαν ενέδρα στο Μερσινάκι, κοντά στους αρχαίους Σόλους, σ’ ένα αγγλικό τζιπ. Κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας Άγγλος, ενώ από τους αγωνιστές έπεφτε ο πρώτος νεκρός της Ε.Ο.Κ.Α., ο Χαράλαμπος Μούσκος. Ο Μάρκος Δράκος τραυματίστηκε, αλλά κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ καθηλώθηκαν από τον Άγγλο ταγματάρχη Κουμπ, που τελικά τους συνέλαβε.
Ανάμεσα στον Κουμπ και τον Ζάκο μεσολάβησε μια στιχομυθία, μέχρι να φτάσουν οι αγγγλικές ενισχύσεις. Όταν ο ταγματάρχης ρώτησε τον Ζάκο γιατί τους πυροβόλησαν, αυτός απάντησε: « Είμαι Έλληνας κι αγωνίζομαι για τη λευτεριά της πατρίδας μου!».
Λίγο πριν από τον απαγχονισμό, ανάμεσα σ’ άλλα, γράφει στον πατέρα του στις 7 Αυγούστου:
« Όπως σας είπα, αφού είμαστε χριστιανοί, πιστεύουμε στην Ουράνια Βασιλεία και δεν πρέπει να μας φοβίζει ο θάνατος. Εξάλλου, εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να ξέρουμε την ώρα του θανάτου μας, κι έτσι να προπαρασκευαστούμε».
Κατά τη διάρκεια της δίκης και της διαμονής του στο κελλί των μελλοθανάτων, ο Ανδρέας Ζάκος επέδειξε σπάνια ψυχικά χαρίσματα. Την καταδίκη του σε θάνατο από τον Άγγλο δικαστή Σω άκουσε με απόλυτη ψυχραιμία.Ο ίδιος έδινε θάρρος στους γονείς και τους συγγενείς του μέχρι την ύστατη στιγμή του.Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ακούσει την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν.
Η αδελφή του Ανδρέα Ζάκου, κ. Αστέρω Ζάκου
Ο ήρωας Ανδρέας Παναγίδης έγραψε ότι ο Ζάκος και οι άλλοι πέθαναν με υπερηφάνεια.Τραγουδούσαν μισή ώρα πριν εκτελεστούν και την ώρα της εκτέλεσης φώναζαν υπέρ της Ελευθερίας.Ο γιος του ήρωα Ανδρέα Παναγίδη, ο σύζυγός μου Αριστείδης Παναγίδης θυμάται, τετράχρονο αγόρι τότε, που πήγε να δώσει λουλούδια στον πατέρα του, κι αυτός του είπε να τα δώσει στους αγωνιστές στα απέναντι κελλιά που επρόκειτο να απαγχονιστούν τις επόμενες μέρες. Ήταν αρχές Αυγούστου του 1956.
Ο άλλος ήρωας του απελευθερωτικού μας αγώνα που απαγχονίστηκε στις 9 Αυγούστου ήταν ο Ιάκωβος Πατάτσος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1934. Διακρινόταν ιδιαίτερα τόσο για τα πατριωτικά του συναισθήματα όσο και για τη θρησκευτικότητά του.Τον συνέλαβαν στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας και τον κατηγόρησαν για επίθεση και φόνο ενός Τούρκου, παρά το γεγονός ότι δε βρέθηκε πάνω του ούτε όπλο ούτε άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο.. Στην πραγματικότητα ήταν αθώος, γιατί ο Τούρκος είχε εκτελεστεί από άλλο μέλος της Ε.Ο.Κ.Α. Όμως, καταδικάστηκε σε θάνατο από τη μαρτυρία μιας Τούρκισσας.
Ο τάφος του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου
Την παραμονή της εκτέλεσης επισκέφθηκε τον Ιάκωβο η μάνα του.
«Μάνα μου, δε θέλω να λυπηθείς που θα με στερηθείς. Νάσαι περήφανη και να ξέρεις πως θα βαδίσω στην αγχόνη ψύχραιμα σαν αληθινός Έλληνας. Ο Θεός είναι μεγάλος».
Ο Ιάκωβος Πατάτσος ήταν ένας σπάνιος Χριστιανός. Γνώμονα στις ενέργειές του είχε πάντα τη χριστιανική πίστη και τις χριστιανικές αρετές. Ήταν μάλιστα και κατηχητής. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ποθώ μια χριστιανική λευτερωμένη Κύπρο».
Ήταν μόνο 22 χρόνων όταν βάδισε προς την αγχόνη.Την αυγή της 9ης Αυγούστου 1956 από τις φυλακές ακούγονταν φωνές, πατριωτικά τραγούδια, ζητοκραυγές.Οι τρεις νέοι περίμεναν με ανυπομονησία το θάνατο.Τραγουδούσαν τραγούδια της λευτεριάς και του αγώνα. Έψαλλαν γι’ άλλη μια φορά το μεγαλείο της φυλής.
Η χριστιανική αρετή του Πατάτσoυ και το όλο αγωνιστικό του ήθος φαίνονται από τις επιστολές του που έγραψε από τις φυλακές.’Ομως, το συγκλονιστικό αποκορύφωμα, το κύκνειο άσμα του, ο Ιάκωβος Πατάτσος το γράφει προς τη μητέρα του στις 8 Αυγούστου του 1956.
«Αγαπημένη μου μητέρα,
Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ των αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Κυρίου.Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ.Αν κλαίεις, θα λυπούμαι. Τ’ όνομά σου θα γραφεί στην Ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την πατρίδα.Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου. Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι αγγέλοι.Χαίρε, αγαπημένη μου μητέρα. Μην κλαίεις, για ν’ ακούσεις την αγγελική μου φωνή που ψάλλει Άγιος, Άγιος,Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν σ’ όλην την ζωήν».
Τρισάγιο προς τιμήν των ηρώων μας

Ο Χαρίλαος Μιχαήλ είναι ο τρίτος ήρωας που εκτελέστηκε στις 9 Αυγούστου του 1956. Ήταν μόλις είκοσι χρονών. Είχε συλληφθεί μαζί με τον Ζάκο στην ίδια μάχη και καταδικάστηκε με την ίδια κατηγορία.
Γεννήθηκε στο χωριό Γαληνή το 1936. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Όμως, όπως έγραψε κάποιος «άνκαι έλαβε μόρφωση δημοτικού μόνον σχολείου, εις την ψυχήν του αντήχον αι μυστικαί υπαγορεύσεις της εθνικής παραδόσεως».
Λέγεται ότι τη στιγμή που ο δικαστής απήγγειλε τη θανατική του καταδίκη, ο Χαρίλαος Μιχαήλ στράφηκε συγκινημένος προς το δικηγόρο του, και του ψιθύρισε:
« Είχα τον φόβον μήπως ο δικαστής μου εχάριζε την ζωήν, επειδή είμαι νεαρός. Πώς θα αντίκρυζα τότε τον Ζάκον ».
Ο Ζάκος, όπως ξέρουμε, ζήτησε και άκουε δίσκους κλασικής μουσικής τις τελευταίες μέρες πριν από την εκτέλεση. Ο Μιχαήλ,όμως, επέμενε να ακούσει δίσκους δημοτικών και λαικών τραγουδιών.
Ο ιερέας αδελφός του ήρωα Χαρίλαου Μιχαήλ, μαζί με συνάδελφό του
και τον αγωνιστή κ. Ανδρέα Παρασκευά, φίλο και συναγωνιστή του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου
Ο ιερέας των φυλακών, σημειώνει για τον Χαρίλαο Μιχαήλ:
« Ο Χαρίλαος Μιχαήλ ήτο πολύ νεαρός και όσες φορές πήγα κοντά του είχε πάντοτε το χαμόγελο στα χείλη, σαν κάτι το ευχάριστο να περίμενε. Ήτο λιγομίλητος και δεν εφαίνετο ούτε σκεπτικός ούτε και σκυθρωπός.Είμαι βέβαιος ότι με το ίδιο χαμόγελο ανήλθε και στην αγχόνη».
Ο τάφος του ήρωα Χαρίλαου Μιχαήλ
Λίγο πριν από το τέλος, γράφει ο Χαρίλαος Μιχαήλ προς τους γονείς του:
«Αγαπητοί μου γονείς,
Όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό, εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από τη ζωή.Μη νομίσετε όμως ότι αυτό με λυπεί. Απεναντίας, επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεσθώ, αισθάνομαι τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον, και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με αφάνταστη ψυχραιμία. Τι κι αν ζήσω πενήντα και εξήντα χρόνια, πάλι θα πεθάνω και μάλιστα άδοξα. Δεν θέλω να λυπάστε καθόλου για μένα...».
Αναφέρεται ότι την ώρα της εκτέλεσής του, όταν ένας Άγγλος αξιωματικός δοκίμασε κάτι να του πει, τον σταμάτησε, λέγοντάς του: «Έννοια σας, οι Έλληνες ξέρουν πώς να πεθαίνουν».
Η αδελφή του ήρωα Χαρίλαου Μιχαήλ κ. Μαρία Χατζηαναστάση
Οι τρεις ήρωές μας μετά από την εκτέλεσή τους τάφηκαν στο προαύλιο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας, γιατί οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν τη δημόσια κηδεία τους.
Ήταν περασμένα μεσάνυκτα, όταν ο εφημέριος των φυλακών οδηγήθηκε δίπλα από το δωμάτιο της αγχόνης. Κάτω στο χώμα ήταν αραδιασμένα τα τρία φέρετρα. Τα μαρτυρικά σώματα ήταν τυλιγμένα σε μια κουβέρτα.Άναψε ο λειτουργός τρία κεριά, φόρεσε το πετραχήλι κι έψαλε μόνος τη νεκρώσιμη ακολουθία.
«Σαν τέλιωσα»,γράφει, «έσκυψα και τους εφίλησα, πιο θερμά απ’ όσον τους εφίλησα προηγουμένως ζωντανούς. Τους σκέπασα, τους έχυσα το λάδι, τους έριξα λίγο χώμα... κι έφυγα, αφήνοντας τους τρεις νεκρούς μέσα στα φέρετρα».
Θα ήθελα να τελειώσω αυτό το σημείωμα για τους τρεις ηρωομάρτυρες της αγχόνης με μια αναφορά στη μάνα του Ιάκωβου Πατάτσου.
Η μακαρίτισσα η Ροδού Πατάτσου αναφέρει: « Θυμούμαι την τελευταία φορά που επήα να τον δω...Τους έφερναν. Ετραγουδούσαν. Δυνατά, με θάρρος. Επουμπουρίζαν οι φυλακές. Προπαντός ο δικός μου. Εξεχώριζα τη φωνήν του. Ήταν το «ξύπνα καημένε μου ραγιά», που έλεγαν.
Εφιληθήκαμεν. Εκράτουν τον τζι εκράταν με σφικτά.
«Καληνύκτα τζιαι καλήν αύριο, γιε μου» του είπα. Έπιασέν με η Εγγλέζα περίλυπη τζι επήρεν με έξω.
Έξω που επήα εκατάλαβα τι του είπα. «Καλήν αύριον, γιε μου!». Πιον επήρεν με το παράπονο. ‘Εκλαψα...έκλαψα...’Εγειρνέ μου νερόν η Εγγλέζα...Δε θυμούμαι τίποτε άλλο.»

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Επιτέλους άρχισαν και οι προσφορές για συντήρηση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο κατεχόμενο Λευκόνοικο
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Σήμερα ανακοινώθηκε ότι άρχισε η διαδικασία προσφορών για τη συντήρηση της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο κατεχόμενο Λευκόνοικο. Την κωμόπολη της μεσαρίτικης γης που πρωτοστατούσε σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό τομέα, την κωμόπολη στην οποία πρωτοξεκίνησε το 1909 ο Συνεργατισμός, τη γενέτειρα του Βασίλη Μιχαηλίδη, του Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανού και του Άρχοντα πρωτοψάλτη Θεόδουλου Καλλίνικου , την κωμόπολη που ήταν το κέντρο της επανάστασης των χωρικών με τον Ρε Αλέξη το 1427, τη γενέτειρα του Άρχοντα Πρωτοψάλτη Θεόδουλου Καλλίνικου, την κωμόπολη με τα αδιάψευστα τεκμήρια της ελληνικότητας και της Ορθοδοξίας, που έδωσε πολλά παιδιά της σε όλους τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες.
Κυρίως, όμως, η ειδοποιός διαφορά του Δήμου Λευκονοίκου (1939), από τις άλλες κοινότητες και κωμοπόλεις, ήταν ότι, σε εποχές δύσκολες, τιμούσε τη γυναίκα και τη μόρφωνε, αφού από το 1940 υπήρχε η Ανωτέρα Σχολή Λευκονοίκου που το 1947 μετονομάστηκε σε «Καμίντζειο Ανωτέρα Σχολή» από το όνομα του ευεργέτη της του Γεώργιου Καμιντζή.
Πιστεύω ότι διερμηνεύω τα αισθήματα όλων των φίλων από το Λευκόνοικο, λέγοντας ότι η 7η Ιουλίου, η μέρα που ζητήθηκαν προσφορές,  είναι μια σημαδιακή μέρα για όλους εμάς που η ψυχή μας έχει κολλήσει εκεί στα χώματα της γης μας, της γης που αγαπάμε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
Ο Αρχάγγελός μας! Το πιο μεγαλόπρεπο και το πιο σεβαστό μνημείο του Δήμου μας, όπως το χαρακτήρισε ο ρέκτης φιλόλογος καθηγητής μας πατήρ Κυριάκος Ρήγας. Μεγάλη και επιβλητική εκκλησία, βασιλική με τρούλλο. Είχε θαυμάσιο ξυλόγλυπτο εικονοστάσι με αρχαίες εικόνες. Έξω από την εκκλησία είχε τοποθετηθεί και ο ανδριάντας του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, τέκνου της κωμόπολής μας, το σπίτι του οποίου ήταν πίσω από την εκκλησία.
Τελευταίος ιερέας ήταν ο μακαρίτης Παπαδημήτρης Καφούρης και ψάλτες οι Ανδρέας Πόππος και Κυριάκος Ρήγας. Οι παλαιότεροι, βεβαίως, θυμούνται τον προηγούμενο Παπαδημήτρη, τον πατέρα της κ. Ελένης Τζιαλλή, του μ. Κυριάκου και του μακαριστού Μιχάλη Παπαδημητρίου, Γραμματέα για πολλές δεκαετίες του Δήμου Λευκονοίκου.
Ευτυχώς, κάποιες εικόνες μεταφέρθηκαν εγκαίρως πριν από την εισβολή στο Βυζαντινό Μουσείο, όπως η εικόνα του 11ου αιώνα με τις τρεις μορφές των αποστόλων, με περιποιημένη κόμμωση, που πιθανότατα είναι μέρος μιας πολυπρόσωπης σύνθεσης, ή το δίπτυχο που περιέχει τη ζωή του Χριστού, (15ο με 16ο αιώνα) ή, ακόμη, η Παναγία του 15ου αιώνα, η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα που κάθεται σε σκαλιστό θρόνο και κρατάει στα πόδια της στοργικά τον μικρό Χριστό που ευλογεί με το δεξί του χέρι.
Ο Αρχάγγελος ήταν η εκκλησία της Πάνω Γειτονιάς και ήταν στην άκρη της πλατείας που στέγαζε και το Νοσοκομείο, όπως και το Δικαστήριο του Λευκονοίκου(1915). Στα παλιά χρόνια, δυο μεγάλες αίθουσες στη νότια αυλή της εκκλησίας χρησίμευαν για Δημοτικό Σχολείο και για νηπιαγωγείο.  

Σήμερα όλα αυτά είναι μια ανάμνηση. Η άλλοτε επιβλητική εκκλησία είναι ένα ερείπιο, έτοιμο να σωριαστεί. Αγνώριστη. Ματώνει την ψυχή μας. Ο Αρχάγγελος κεντήθηκε με λόγχη. Άδειο το εικονοστάσι. Γυμνή η Αγία Τράπεζα. Οι βάνδαλοι πέρασαν. Γέρημα όλα. Έρμαια του χρόνου και της κατοχής.
«Η γη στενάζει.
Θεέ μου, που’ σαι στα ψηλά,
Κάνε μια δίκαιη κρίση». Κούλα Παρασκευά
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από αυτή την εκκλησία; Τα βιώματά μας πολλά. Οι αναμνήσεις κατακλύζουν τη σκέψη μας και μας πονούν. Πώς να ξεχάσει κανείς το «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού…;», ή το «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της Δόξης;» τη λιτή, τα παιχνίδια της Λαμπρής; Πώς μπορώ να ξεχάσω τη συγκίνηση που νιώθαμε όταν μπαίναμε με το άγημα του Γυμνασίου μας μέσα στην εκκλησία στις εθνικές γιορτές; Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε ανθρώπους αγαπημένους που είχαν τη θέση τους στην εκκλησία;
Ευχαριστούμε την Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά, και ιδιαιτέρως τον αγαπητό μας κ. Τάκη Χατζηδημητρίου για τις άοκνες προσπάθειές τους μέχρι να φτάσουμε στη σημερινή ευχάριστη ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας προσφορών για τη συντήρηση της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ μας.
Τελειώνω με στίχους της κ. Κ. Παρασκευά:
«Κι ο πτερωμένος άγγελός σου, ο Ταξιάρχης,
να ζυγιάσει το δίκαιο.
Κάτω από τον ακοίμητο οφθαλμό,

να σε ’πολευτερώσει».

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016



Αναστάσιος  Π. Ζαρβού ο Ήρωας του Λευκονοίκου που έπεσε στην Τηλλυρία
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Πώς να περάσει  Αύγουστος μήνας και να μην πονέσει η ψυχή μας από όλα τα τραγικά που συνέβησαν στη ζωή μας και τη σταύρωσαν; Τη μαχαίρωσαν κατάστηθα;
Αχ, αυτός ο Αύγουστος και τα δεινά του. Και οι οδύνες του. Και οι καημοί του. Δυο φορές ο Αύγουστος μάς πρόδωσε. Ξέρασε λάβα και φωτιά, πόνο και δάκρυ, ολοφυρμούς και απόγνωση. Δύστηνος τόπος το νησί μας. Με πολλές δοκιμασίες.
1964! Αγία Τηλλυρία!

Αγία Τηλλυρία
πώς να ιχνογραφήσω τη μορφή σου
πώς να σου ιστορήσω εικόνισμα,
πώς να σε ζωγραφίσω;
Που δεν έχεις, καημένη μου,
άλλο από μαυρίλα και θάνατο.
Αύγουστος μήνας, και φωτιά, και θάνατος
Πού να 'βρω χρώμα;

Αγία Τηλλυρία σταχομαζώχτρα
και ζητιάνα μου.
Και τι να ζητιανέψεις πια
πού τα 'χεις όλα: τόση ζωή και τόσο θάνατο;

Κι όμως ήτανε Αύγουστος ζεστός
κι ούτε βροχή ούτε λύτρωση
μπόραε να 'ρθη από ψηλά.
Ήταν Αύγουστος και δεν έβρεχε.
Κι οι φωτιές που άναψαν τ' αεροπλάνα
έγλειφαν τη γη θυμωμένες
από κάτω στο παραθαλάσσι
μέχρι ψηλά στα φαλακρά υψώματα.

Βρέξε Θεέ μου, βρέξε!
(Σπύρου Παπαγεωργίου)

Αγία Τηλλυρία! Γη ποτισμένη με το αίμα των παλληκαριών της Κύπρου μας!
Σε όλο αυτό το μακελειό είχε και η κωμόπολη του Λευκονοίκου το μερτικό της. Ανάμεσα στους λεβέντες που έπεσαν στην Αγία Τηλλυρία ήταν και ο μικρότερος γιος της μ. της Κατίνας και του μ. Παναγή Ζαρβού, ο Αναστάσιος Ζαρβού. Ένα παιδί γλυκό, ήσυχο, προκομμένο, σοβαρό, ευγενικό, ζυμωμένο στα χώματα της Μεσαρκάς που τα κοπέλια της ήταν σεμνά, «με τιμιότη», που όπως γράφει και σε ένα ποίημά της η κ. Κ. Παρασκευά «κοτσιίνιζαν στο συνόπλασμαν της κορασιάς τζιαι στη φωνήν του τζιύρη τους».
Μεγαλωμένος μέσα σε ένα περιβάλλον, σε μια οικογένεια με αξίες διαιώνιες, ο Αναστάσης, που γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1943, ήταν ένας από τους πρώτους που κατατάγηκε με πολλή περηφάνια ως στρατιώτης το 1964, στη νεοσύστατη τότε Εθνική Φρουρά. Ο μεγαλύτερος αδελφός και η μεγαλύτερη αδελφή του συμμετείχαν ενεργά στον Αγώνα της ΕΟΚΑ, και ο Τάσος δεν ήταν δυνατόν να υστερήσει σε προσφορά προς την πατρίδα.
Το επάγγελμά του ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, αφού είχε κλίση στη μηχανική από μικρό παιδί. Τελειώνοντας το σχολείο, εκπαιδεύτηκε σε μηχανουργείο του Λευκονοίκου. Οι εργοδότες του τον επαινούσαν όχι μόνο για την επαγγελματική του κατάρτιση αλλά και για την εργατικότητα και το ήθος του.
Ήταν οι σκληροί καιροί τότε. Η Τουρκία, μετά τις διακοινοτικές ταραχές τον Δεκέμβριο του 1963, άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιό της για διχοτόμηση της Κύπρου μας. Γι' αυτό άρχισαν να ενισχύουν μυστικά την περιοχή Κοκκίνων-Μανσούρας, με απώτερο στόχο τη δημιουργία προγεφυρώματος, για να εξασφαλιστεί τόπος αποβάσεως τουρκικού στρατού. Από τον Μάρτιο, κάθε βδομάδα, τουρκικά πλοιάρια αποβίβαζαν στη Μανσούρα Τούρκους ατάκτους, με άρτια εκπαίδευση και εξοπλισμό, για να ενισχύσουν το προγεφύρωμα.
Να σημειώσουμε ότι Άγγλοι στρατιώτες αλλά και Σουηδοί, μέλη της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, συνελήφθησαν, διότι διενεργούσαν κατασκοπεία υπέρ των Τούρκων, ή μετέφεραν Τουρκοκύπριους, έγγραφα και πολεμικό υλικό.
Στις 10 Ιουλίου του 1964, οι Τούρκοι εγκατέστησαν ισχυρή δύναμη στο ύψωμα Λωρόβουνος, το οποίο δεσπόζει στην περιοχή, και όταν τα Ηνωμένα Έθνη δεν ανέλαβαν δράση, αναγκάστηκε η Κυπριακή Δημοκρατία να στείλει στην περιοχή ένα Τάγμα Εθνοφρουρών, για να εμποδίσει την περαιτέρω προέκταση των Τούρκων. Ανάμεσά τους και ο συνδημότης μας Αναστάσιος Ζαβρός.
Οι μάχες της Τηλλυρίας άρχισαν στις 6 Αυγούστου. Οι Τούρκοι άρχισαν να βάλλουν από τον Λωρόβουνο εναντίον των ανδρών των δυνάμεων του κράτους, οι οποίοι ανταπέδωσαν τα πυρά. Ακολούθησε «ένα πανδαιμόνιο κροταλισμών, εκρήξεων, πυρκαγιών, καπνών!».Η επίθεση των γενναίων μας ήταν «πραγματικό μεθύσι λεβεντιάς», σύμφωνα με τον μ. Σπύρο Παπαγεωργίου ο οποίος έγραφε τότε στην εφημερίδα «Ελευθερία».
Η πιο αιματηρή μέρα ήταν η 8η Αυγούστου. Διοικητής του 206 Τάγματος Πεζικού που κατάφερε να καταλάβει τον Λωρόβουνο και το χωριό Μανσούρα, ήταν ο ταγματάρχης Ν. Ντερτιλής, ενώ ένας από τους διοικητές λόχου ήταν ο Δημήτριος Αλευρομάγειρος, ο οποίος  το 1974 διέσωσε τη Λευκωσία από την προέλαση του Αττίλα. Όμως, την πιο κρίσιμη ώρα, στις 16.15, όταν οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, επενέβη η τουρκική αεροπορία η οποία με τις εμπρηστικές βόμβες ναπάλμ κατέκαυσε όπλα, τεθωρακισμένα και ανθρώπους, και δημιούργησε μια πραγματική κόλαση.
Αξίζει να τονιστεί ότι τις επιθέσεις διενήργησαν 30 αεροπλάνα τύπου Φ-100, Αμερικανικής προελεύσεως, που δόθηκαν στην Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ. Τα αεροπλάνα αυτά έκαναν γύρω στις 50 εξορμήσεις, χρησιμοποιώντας ροκέτες και πολυβόλα. Μάλιστα, ένα από αυτά τα αεροπλάνα, τα οποία ανήκαν στο ΝΑΤΟ, κατερρίφθη και ο πιλότος του αιχμαλωτίστηκε. Αυτός, πριν υποκύψει στα τραύματά του, κατέθεσε ότι πολυβόλησε χωριά και γυναικόπαιδα, βάσει διαταγών.
Οι επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας συνεχίστηκαν με πρωτοφανή βαρβαρότητα, και την 9ηΑυγούστου, με 64 αεροπλάνα, πλήττοντας αδιακρίτως στρατιωτικά τμήματα και κατοικημένες περιοχές. Χρησιμοποίησαν ροκέτες, πολυβόλα και εμπρηστικές αμερικανικές βόμβες ναπάλμ οι οποίες απανθράκωναν τα σώματα των στρατιωτών.
 Το αποκορύφωμα, ωστόσο, της βαρβαρότητας υπήρξε ο βομβαρδισμός κινητού νοσοκομείου κοντά στον Παχύαμμο, άνκαι αυτό έφερε τα διακριτικά σημεία του Ερυθρού Σταυρού. Κατά την επίθεση σκοτώθηκε ο γιατρός της μονάδας, πέντε νοσοκόμοι και έξη νοσηλευόμενοι τραυματίες. Επιπλέον, οι Τούρκοι κτύπησαν σχολεία και κατέστρεψαν εκκλησίες.
Στις 9 Αυγούστου εξεδόθη ψήφισμα των Η.Ε., αλλά οι Τούρκοι το παραβίασαν και το βράδυ της ίδιας ημέρας, αλλά και την επόμενη μέρα, βομβαρδίζοντας την Πόλη Χρυσοχούς και παραβιάζοντας τον κυπριακό εναέριο χώρο, εκτελώντας αναγνωριστικές πτήσεις.
Συνολικά, οι νεκροί ανήλθαν στους 53 και οι τραυματίες στους 125. Όλοι οι στρατιώτες, νεοσύλλεκτοι μόλις 20-30 ημερών, πολέμησαν γενναία, με ηρωισμό, ορμή και αυτοθυσία, χωρίς τροφή και νερό, προκαλώντας τον γενικό θαυμασμό. Κανένας δεν εγκατέλειψε τη θέση του, κανένας δεν λιποψύχησε!
Ανάμεσα στους γενναίους των γενναίων, ήταν και ο Αναστάσιος Ζαρβού εκ Λευκονοίκου. Έπεσε μαχόμενος στις 6 Αυγούστου του 1964, στο ύψωμα Λωρόβουνος. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Λοχαγού του Δημήτρη Κουτράκου, που ανέφερε στην αδελφή του ήρωα κ. Μαρούλα Μιχαήλ: «Αν δεν ήταν ο ήρωας Αναστάσιος Ζαρβού να προχωρήσει μπροστά, να πολεμήσει σαν λιοντάρι με τον τούρκο κατακτητή και να δώσει το σύνθημα, θα σκοτωνόταν όλος ο λόχος».
Θυμάμαι, παιδούλα στο Λευκόνοικο, τη μέρα της κηδείας του μακαριστού Τάσου. Πέρασαν τρεις μέρες για να μαζέψουν το σώμα του. Μετά την νεκρώσιμο ακολουθία, καθώς προχωρούσε η πομπή προς το κοιμητήριο, πίσω από το αυτοκίνητο που ήταν η σωρός του περπατούσε ολοφυρόμενη η μάνα του, υποβασταζόμενη από τον συντετριμμένο αλλά περήφανο πατέρα του. Πιο πίσω, η μεγαλύτερή του αδερφή, και αυτή ολοφυρόμενη, περιμένοντας ώρες να γεννήσει την πρωτότοκη κόρη της Τασούλλα που της έδωσαν με περηφάνια το όνομα του θείου της.
Κι ύστερα, θυμάμαι αυτή τη μάνα και τον πατέρα συνεχώς μαυροφορημένους, όπως και την αδελφή του Μαρούλλα, που προσπαθούσαν να τοποθετήσουν σε κάποιο σημείο του Λευκονοίκου την προτομή που του έφτιαξαν οι γονείς του, με την άδεια του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ως το τελευταίο τους δώρο προς το στερνοπούλι τους, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να το πετύχουν, και πέθαναν με τον καημό του γιου τους. Δυο χαροκαμένοι αλλά συνάμα περήφανοι γονείς.
Κι εμείς, κάθε φορά που φέρνουμε τα βήματά μας στον Παχύαμμο, στην εκκλησία του Αγίου Ραφαήλ, νιώθουμε μεγάλη περηφάνια για το παλληκάρι του Λευκονοίκου που πρόσφερε τη ζωή του στην πατρίδα μας και το όνομά του είναι πρώτο στο Μνημείο των πεσόντων στην Αγία Τηλλυρία. Σεμνυνόμαστε για τον ήρωά μας και μαθαίνουμε και τις νεότερες γενιές να σέβονται και να θαυμάζουν τη θυσία του και την παλληκαριά του, την αυτοθυσία, τον ηρωισμό του.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του ήρωά μας Αναστάσιου Π. Ζαρβού, αλλά και όλων των γενναίων που «προμαχούντες Ελλήνων Κυπρίων Τηλλυρία», «εστόρεσαν δύναμιν Αγαρηνών!».
Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφέρω και κάποιους στίχους από το ποίημα που έγραψε για τον ήρωά μας ο εξαίρετος δάσκαλός μας μ. Κυριάκος Νικολαΐδης:
«Αχ! Αναστάση παλληκάρι, τίμιε αγωνιστή,
κλαιν τα πλάγια κι οι ραχούλες, όπου σ' είχαν πρωτοδεί.
Χώμα, ζεστό να τον κρατείς και να τον αγκαλιάζεις,
χρυσάφι ατόφιο, καθαρό, να ξέρεις πως σκεπάζεις.
Αυγούλα, κάθε πρωινό δροσιά να τον ραντίζεις,
αγέρι Μεσαρίτικο, να μου τον νανουρίζεις.
Λουλούδια μου πολύχρωμα, άρωμα να σκορπάτε,
πουλάκια μου, αθόρυβα τριγύρω να πετάτε.
Ήλιε μου, χαιρετίσματα στο Στάσο μας να παίρνεις
και συ, φεγγάρι μου χλωμό, το βράδυ να μας φέρνεις».