Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Τι νιώσαμε, λειτουργώντας την εκκλησία του Σωτήρος στην κατεχόμενη κωμόπολη του Λευκονοίκου
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Ανεξάρτητης Υποψήφιας Δημάρχου Λευκονοίκου

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Οι φωτογραφίες των προσώπων μας την ώρα της Θείας Λειτουργίας στον κατεχόμενο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στο Λευκόνοικό μας αποδεικνύουν περίτρανα τον συγκλονισμό μας και την αντάρα της ψυχής μας. 
Με τη φίλη μου κ. Ιφιγένεια Παίδιου
Οι ρυτίδες που αυλάκωσαν το πρόσωπό μας αποκαλύπτουν την τραγικότητα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, του πόνου και της άφατης οδύνης. 

Η έκφραση του προσώπου μας αντικαθρεφτίζει τα χαμένα χρόνια μας, τη ζωή μας που άλλαξε πορεία, τις περιπέτειες της ζωής του καθενός, καθώς αναποδογυρίστηκε η ζωή μας, μακριά από τον τόπο μας. Εκείνο το «γιατί», σαράκι που τρώει τα σωθικά μας!
Μνημόσυνα και γιορτές. Διακρίνεται η δική μου κόρτα, κομμένη και σκεπασμένη με λευκονοικιάτικο υφαντό.
Πέρσι, όταν λειτουργήσαμε για πρώτη φορά την εκκλησία μας, έκανα σχεδόν τέσσερις μέρες άρρωστη. Το ίδιο μού είπαν και πολλές φίλες μου. Αρρώστησε η ψυχή μας. Γι’ αυτό καταλαβαίνω αυτούς που δεν θέλουν να επισκέπτονται τα κατεχόμενα. Πληρώνεις βαρύ τίμημα.

Οι καλές μου φίλες, Νίτσα και Χριστίνα Ιακώβου
Την πρώτη φορά που λειτουργηθήκαμε στον Σωτήρα μας, μετά από 41 χρόνια, νόμιζα ότι δεν θα ξαναμπορέσω να προσευχηθώ σε καμιά άλλη εκκλησία, μετά από την τρίωρη λειτουργία στη δική μου εκκλησία, στη διάρκεια της οποίας περίσσεψε η προσευχή και το κλάμα. 


Κλαίγαμε και προσευχόμασταν στον Σωτήρα μας να κάνει το θαύμα Του. 

Ήταν κάτι μοναδικό σε τραγικότητα! Κλαίγαμε την κατάντια της εκκλησίας μας, την ερήμωσή της, τη βεβήλωσή της, 


τα πολύχρωμα μαρμαράκια της που ξέβαψαν, τους σουβάδες που κρέμμονταν, τη γύμνια ολόγυρα, την κατάντια…
Με τα μαύρα η θεία μου Σταυρούλα Κάππα
Αυτή τη δεύτερη φορά, νομίζω ότι τα πράγματα 

ήταν κάπως ηπιότερα. Είμαι τώρα δυο μέρες άκεφη, σαν να μου έφυγε η ενέργειά μου, σαν να μου πήραν την ψυχή μου. Φέτος, φρόντισε το Δημαρχείο μας και την άσπρισαν την εκκλησία. 

Πάλι κλάψαμε, πάλι προσευχηθήκαμε βαθιά. Πάλι κοινωνήσαμε. Πάλι βιώσαμε μια μυσταγωγία.

Αναντίρρητα, δεν χορταίνουμε να ακούμε την κατανυκτική Θεία Λειτουργία. 
Οι ύμνοι ρίχνουν βάλσαμο στην ψυχή μας. Οι φωνές των ψαλτών, του φίλου βουλευτή Αμμοχώστου Γιώργου Κάρουλα και του εκλεκτού μου φίλου Γιώργου Λαουτάρη, που μας συνδέει φιλία πατρική, δονούν την ψυχή μας και τη μεταρσιώνουν.

Η στιγμή, όμως, που μας φόρτισε περισσότερο ήταν, όταν ο αρχιμανδρίτης μας, ο πατήρ Πανάρετος Κυπριανού, μας εξομολογήθηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια το είχε καημό και λαχτάρα να τον αξιώσει ο Σωτήρας μας λειτουργήσει την εκκλησία του, την εκκλησία των παιδικών του χρόνων, την εκκλησία που είναι δίπλα από το πατρικό του σπίτι. Αυτό ήταν το όνειρό του. 

Πραγματικά, τον θυμάμαι μικρό παιδάκι στη γειτονιά της γιαγιάς μου, αφού το σπίτι της γιαγιάς μου είναι απέναντι από την κύρια είσοδο της εκκλησίας.



Φέτος,  δεν έκλεισαν τον δρόμο μπροστά από την εκκλησία, όπως πέρσι, κι έτσι αφήσαμε το αυτοκίνητό μας μπροστά από την είσοδο του αλλοτινού σπιτιού της γιαγιάς μου της Μαρής. Αμέσως, με κατέκλυσαν οι θύμησες. Η γιαγιά να κάθεται στη βούφα της, μέσα στη γη, να υφαίνει τα ταΐστά σεντόνια της, η γιαγιά να ασχολείται με τον κήπο της, να μαγειρεύει, να καλοδέχεται τα παιδιά της μπάντας του γυμνασίου μας που άφηναν τα τύμπανά τους στον ηλιακό της σε κάθε παρέλαση.
Με τη φίλη μου κ. Αντρούλα Καζαμία Πασχαλίδου, εξαίρετη εκπαιδευτικό
Σαν ήμουν μικρή, τρελαινόμουν με την γκραν κάσα! Δεν θα ξεχάσω, μάλιστα, τον Τρύφωνα, έναν  συγγενή και γείτονά μου, που σαν τον έβλεπα να την κρατά, στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε θεόρατος, γίγαντας, ημίθεος.
Ο Αντιδήμαρχος Λευκονοίκου κ. Χριστάκης Χριστοφόρου
Μόλις τελείωσε η Θεία Λειτουργία, με συγκίνηση μοιράσαμε τις κόρτες, τις παννυχίδες, που φτιάξαμε στο σπίτι, όπως τότε στο Λευκόνοικο που μοσχοβολούσε η γειτονιά από το μέχλεπι και το μαστίχι. Έξω στην αυλή, μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, είδαμε κάποιους που είχαμε χρόνια να συναντήσουμε.

Την ώρα που φεύγαμε, άρχισαν οι πρώτες σταγόνες της βροχής. Βιώσαμε τα πρωτοβρόχια στον τόπο μας. Λες κι ο Σωτήρας μας ευαρεστήθηκε που τον λειτουργήσαμε και έστειλε την ευλογία του. 

Από το γεφύρι του Κρυού ποταμού προς το σπίτι μας
Πάντα χαίρομαι, άμα βλέπω βροχές στο Λευκόνοικό μας. Είναι ένα απωθημένο από τα παλιά, που, άμα έβρεχε και κατέβαιναν οι ποταμοί, η Μεσαορία γλεντούσε, αναγεννιόταν, γλένταγε. 

Βρεγμένος ο κύριος δρόμος έξω από το σπίτι μας

Το νερό ήταν θησαυρός για τη γη μας. Θα «γιορκούσε» η πλούσια γη της Μεσαρκάς, που «τρων μανάες τζιαι παιθκιά»!



Κι ύστερα, πριν φύγουμε, κατευθυνθήκαμε προς το κοιμητήριο, στην ανατολική άκρη της κωμόπολής μας, εκεί όπου είναι θαμμένοι όλοι οι πρόγονοί μας. 
Ο τάφος του παππού μου Γιαννή Καμιντζή, πατέρα της μητέρας μου


Ο τάφος της γιαγιάς μου Ζηνοβίας Π. Λυσάνδρου, μητέρας του πατέρα μου


Σπασμένοι σταυροί, σπασμένα τα μάρμαρα. Ιεροσυλία. Οι βάρβαροι πέρασαν. 
«Αλίμονο σε όσους σπάζουν τα μνημεία των νεκρών», θα γράψει η φιλόλογός μας κ. Κούλα Παρασκευά. Θρήνος και οδυρμός. Καπνίσαμε όλους τους νεκρούς μας, και σταθήκαμε με δέος και συγκίνηση μπροστά στους ήρωές μας!
Ο τάφος του ήρωα μαθητή της ΕΟΚΑ Λουκά Ιατρού
Φύγαμε από το Λευκόνοικο με βαριά καρδιά, αλλά ταυτόχρονα και με αγαλλίαση, γιατί μας αξίωσε ο Σωτήρας μας να τον λειτουργήσουμε και φέτος για δεύτερη φορά. Ευχή όλων μας να επισκευαστεί η εκκλησία μας και να λειτουργηθούμε σύντομα σε καθεστώς ελευθερίας! 
Ο τάφος του Γιάννη Ηλιάδη, πατέρα του πρώην Υπουργού Άμυνας κ. Δημήτρη Ηλιάδη, πατρικού φίλου

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Θα λειτουργήσουμε και πάλι τον Σωτήρα μας στο Λευκόνοικο
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Ανεξάρτητης υποψήφιας Δημάρχου Λευκονοίκου

Με τη βοήθεια του Σωτήρα μας θα λειτουργήσουμε και πάλι τον ναό του στην κατεχόμενη κωμόπολη του Λευκονοίκου μας, την Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου 2016. Χαρμολύπη λέγεται το αίσθημα αυτό που νιώθουμε κάθε φορά που προσκυνάμε τα πάτρια εδάφη μας, τη γενέθλια γη μας.
Πήραμε πέρσι τέτοια εποχή το βάπτισμα του πυρός, όταν λειτουργήσαμε για πρώτη φορά, μετά από 41 χρόνια προσφυγιάς, την εκκλησία που στοίχειωνε για χρόνια τα όνειρά μας, την εκκλησία που παντρεύτηκαν οι γονείς μας, που βαφτιστήκαμε οι μισοί κάτοικοι του Λευκονοίκου, της Κάτω Γειτονιάς. Είναι η εκκλησία που συνδέεται με όλα τα χαρμόσυνα μα και τα θλιβερά γεγονότα της ζωής μας.
Εδώ γνωρίσαμε τον ήρωα μαθητή του 1955, τον Λουκά Ιατρού, που από ένα ατύχημα- προσπαθούσε να υψώσει τη σημαία μας σε ένα στύλο, όταν φάνηκαν στρατιώτες του κατακτητή- έμεινε παραπληγικός,. Αυτόν τον μεγαλόψυχο, υψιπέτη, ονειροπόλο, ιδεολόγο, πράο, σεμνό, ηθικό, γλυκό νέο που κουβαλούσε στωικά και χριστιανικά το σταυρό του μαρτυρίου του για δέκα χρόνια , μέχρι που τον κάλεσε ο Θεός στα ουράνια δώματά του. Τον βλέπαμε, μικρά παιδάκια, να μπαίνει στην εκκλησία με πολλή ευλάβεια, και  ήταν ένα πρότυπο για μας.
Ταυτόχρονα, σε αυτή την εκκλησία κηδέψαμε τον μεγάλο ήρωα της κωμόπολής μας που έπεσε πρώτος στην Τυλληρία, στις 6 Αυγούστου του 1964,  τον Αναστάσιο Ζαρβού, το λεβεντόψυχο παλληκάρι που έτρεξε από τους πρώτους για να υπερασπιστεί την τιμή και την αξιοπρέπεια του τόπου μας. Και θυμόμαστε που έριχναν παντού με τις μερέχες ροδόσταγμα για να αντέξει ο κόσμος την άσχημη μυρωδιά από την καμένη σάρκα…
Επιπρόσθετα, στην εκκλησία του Σωτήρα μας θυμάμαι τον πρώτο στρατιωτικό γάμο που έγινε στην κωμόπολή μας το 1965, όταν η κόρη του τότε δημάρχου μας, η αγαπημένη μου Γούλα Σπανού παντρεύτηκε τον Φίλιππο Καραμπάτση, απόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων. Ήταν ένα θέαμα πρωτόγνωρο για μας! Καμαρώσαμε!
Πόσες και πόσες θύμησες δεν μας φέρνει στο μυαλό η εκκλησία μας! Τη βροντώδη, γλυκύτατη  φωνή του παπά-Νικόλα μας, καθώς έβγαινε από το Ιερό για να μας κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Χριστού μας. Τους καλλίφωνους ψάλτες μας και τον θεολόγο μας τότε, και ιερέα σήμερα, πατέρα Παρασκευά που έψαλλε εξαίσια και κήρυττε τον Λόγο του Θεού. Ή το πιο ωραίο δρώμενο της βραδιάς της Ανάστασης με τον μ. Μήτσιο, πίσω από την πόρτα και τον παπά-Νικόλα να σπρώχνει την πόρτα και να ανοίγει, λέγοντας «Ούτος εστίν ο βασιλεύς της δόξης!»
Οι θύμησες έρχονται βροχή. Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα βλέπαμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριές μας που έρχονταν από την Ελλάδα, τις καθηγήτριές μας με τα υπέροχα μαντό που ήταν της μόδας, θυμόμαστε τα αστεράκια που ρίχναμε μικρά παιδιά στο πανύψηλο κυπαρίσσι της αυλής μας, τα αυγά που τσουγκρίζαμε την Ανάσταση, τα Εγκώμια που ψάλλαμε στον Επιτάφιό μας…
Μέσα στην εκκλησία μας πέρσι περάσαμε τρεις ώρες, με κλάμα και προσευχή. Δεν βλέπαμε τα ερείπια, γευόμασταν τον Ουρανό! Περίσσεψε, αληθινά, η Θεία Χάρις! Ας ευχηθούμε να μας βοηθήσει και φέτος ο Σωτήρας μας να λειτουργήσουμε την εκκλησία του, να κοινωνήσουμε, να κάνουμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων μας, μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, μέχρι την Ανάστασή μας!