Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Τι νιώσαμε, λειτουργώντας την εκκλησία του Σωτήρος στην κατεχόμενη κωμόπολη του Λευκονοίκου
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Ανεξάρτητης Υποψήφιας Δημάρχου Λευκονοίκου

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Οι φωτογραφίες των προσώπων μας την ώρα της Θείας Λειτουργίας στον κατεχόμενο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στο Λευκόνοικό μας αποδεικνύουν περίτρανα τον συγκλονισμό μας και την αντάρα της ψυχής μας. 
Με τη φίλη μου κ. Ιφιγένεια Παίδιου
Οι ρυτίδες που αυλάκωσαν το πρόσωπό μας αποκαλύπτουν την τραγικότητα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, του πόνου και της άφατης οδύνης. 

Η έκφραση του προσώπου μας αντικαθρεφτίζει τα χαμένα χρόνια μας, τη ζωή μας που άλλαξε πορεία, τις περιπέτειες της ζωής του καθενός, καθώς αναποδογυρίστηκε η ζωή μας, μακριά από τον τόπο μας. Εκείνο το «γιατί», σαράκι που τρώει τα σωθικά μας!
Μνημόσυνα και γιορτές. Διακρίνεται η δική μου κόρτα, κομμένη και σκεπασμένη με λευκονοικιάτικο υφαντό.
Πέρσι, όταν λειτουργήσαμε για πρώτη φορά την εκκλησία μας, έκανα σχεδόν τέσσερις μέρες άρρωστη. Το ίδιο μού είπαν και πολλές φίλες μου. Αρρώστησε η ψυχή μας. Γι’ αυτό καταλαβαίνω αυτούς που δεν θέλουν να επισκέπτονται τα κατεχόμενα. Πληρώνεις βαρύ τίμημα.

Οι καλές μου φίλες, Νίτσα και Χριστίνα Ιακώβου
Την πρώτη φορά που λειτουργηθήκαμε στον Σωτήρα μας, μετά από 41 χρόνια, νόμιζα ότι δεν θα ξαναμπορέσω να προσευχηθώ σε καμιά άλλη εκκλησία, μετά από την τρίωρη λειτουργία στη δική μου εκκλησία, στη διάρκεια της οποίας περίσσεψε η προσευχή και το κλάμα. 


Κλαίγαμε και προσευχόμασταν στον Σωτήρα μας να κάνει το θαύμα Του. 

Ήταν κάτι μοναδικό σε τραγικότητα! Κλαίγαμε την κατάντια της εκκλησίας μας, την ερήμωσή της, τη βεβήλωσή της, 


τα πολύχρωμα μαρμαράκια της που ξέβαψαν, τους σουβάδες που κρέμμονταν, τη γύμνια ολόγυρα, την κατάντια…
Με τα μαύρα η θεία μου Σταυρούλα Κάππα
Αυτή τη δεύτερη φορά, νομίζω ότι τα πράγματα 

ήταν κάπως ηπιότερα. Είμαι τώρα δυο μέρες άκεφη, σαν να μου έφυγε η ενέργειά μου, σαν να μου πήραν την ψυχή μου. Φέτος, φρόντισε το Δημαρχείο μας και την άσπρισαν την εκκλησία. 

Πάλι κλάψαμε, πάλι προσευχηθήκαμε βαθιά. Πάλι κοινωνήσαμε. Πάλι βιώσαμε μια μυσταγωγία.

Αναντίρρητα, δεν χορταίνουμε να ακούμε την κατανυκτική Θεία Λειτουργία. 
Οι ύμνοι ρίχνουν βάλσαμο στην ψυχή μας. Οι φωνές των ψαλτών, του φίλου βουλευτή Αμμοχώστου Γιώργου Κάρουλα και του εκλεκτού μου φίλου Γιώργου Λαουτάρη, που μας συνδέει φιλία πατρική, δονούν την ψυχή μας και τη μεταρσιώνουν.

Η στιγμή, όμως, που μας φόρτισε περισσότερο ήταν, όταν ο αρχιμανδρίτης μας, ο πατήρ Πανάρετος Κυπριανού, μας εξομολογήθηκε ότι όλα αυτά τα χρόνια το είχε καημό και λαχτάρα να τον αξιώσει ο Σωτήρας μας λειτουργήσει την εκκλησία του, την εκκλησία των παιδικών του χρόνων, την εκκλησία που είναι δίπλα από το πατρικό του σπίτι. Αυτό ήταν το όνειρό του. 

Πραγματικά, τον θυμάμαι μικρό παιδάκι στη γειτονιά της γιαγιάς μου, αφού το σπίτι της γιαγιάς μου είναι απέναντι από την κύρια είσοδο της εκκλησίας.



Φέτος,  δεν έκλεισαν τον δρόμο μπροστά από την εκκλησία, όπως πέρσι, κι έτσι αφήσαμε το αυτοκίνητό μας μπροστά από την είσοδο του αλλοτινού σπιτιού της γιαγιάς μου της Μαρής. Αμέσως, με κατέκλυσαν οι θύμησες. Η γιαγιά να κάθεται στη βούφα της, μέσα στη γη, να υφαίνει τα ταΐστά σεντόνια της, η γιαγιά να ασχολείται με τον κήπο της, να μαγειρεύει, να καλοδέχεται τα παιδιά της μπάντας του γυμνασίου μας που άφηναν τα τύμπανά τους στον ηλιακό της σε κάθε παρέλαση.
Με τη φίλη μου κ. Αντρούλα Καζαμία Πασχαλίδου, εξαίρετη εκπαιδευτικό
Σαν ήμουν μικρή, τρελαινόμουν με την γκραν κάσα! Δεν θα ξεχάσω, μάλιστα, τον Τρύφωνα, έναν  συγγενή και γείτονά μου, που σαν τον έβλεπα να την κρατά, στα παιδικά μου μάτια έμοιαζε θεόρατος, γίγαντας, ημίθεος.
Ο Αντιδήμαρχος Λευκονοίκου κ. Χριστάκης Χριστοφόρου
Μόλις τελείωσε η Θεία Λειτουργία, με συγκίνηση μοιράσαμε τις κόρτες, τις παννυχίδες, που φτιάξαμε στο σπίτι, όπως τότε στο Λευκόνοικο που μοσχοβολούσε η γειτονιά από το μέχλεπι και το μαστίχι. Έξω στην αυλή, μιλήσαμε, θυμηθήκαμε τα παλιά, είδαμε κάποιους που είχαμε χρόνια να συναντήσουμε.

Την ώρα που φεύγαμε, άρχισαν οι πρώτες σταγόνες της βροχής. Βιώσαμε τα πρωτοβρόχια στον τόπο μας. Λες κι ο Σωτήρας μας ευαρεστήθηκε που τον λειτουργήσαμε και έστειλε την ευλογία του. 

Από το γεφύρι του Κρυού ποταμού προς το σπίτι μας
Πάντα χαίρομαι, άμα βλέπω βροχές στο Λευκόνοικό μας. Είναι ένα απωθημένο από τα παλιά, που, άμα έβρεχε και κατέβαιναν οι ποταμοί, η Μεσαορία γλεντούσε, αναγεννιόταν, γλένταγε. 

Βρεγμένος ο κύριος δρόμος έξω από το σπίτι μας

Το νερό ήταν θησαυρός για τη γη μας. Θα «γιορκούσε» η πλούσια γη της Μεσαρκάς, που «τρων μανάες τζιαι παιθκιά»!



Κι ύστερα, πριν φύγουμε, κατευθυνθήκαμε προς το κοιμητήριο, στην ανατολική άκρη της κωμόπολής μας, εκεί όπου είναι θαμμένοι όλοι οι πρόγονοί μας. 
Ο τάφος του παππού μου Γιαννή Καμιντζή, πατέρα της μητέρας μου


Ο τάφος της γιαγιάς μου Ζηνοβίας Π. Λυσάνδρου, μητέρας του πατέρα μου


Σπασμένοι σταυροί, σπασμένα τα μάρμαρα. Ιεροσυλία. Οι βάρβαροι πέρασαν. 
«Αλίμονο σε όσους σπάζουν τα μνημεία των νεκρών», θα γράψει η φιλόλογός μας κ. Κούλα Παρασκευά. Θρήνος και οδυρμός. Καπνίσαμε όλους τους νεκρούς μας, και σταθήκαμε με δέος και συγκίνηση μπροστά στους ήρωές μας!
Ο τάφος του ήρωα μαθητή της ΕΟΚΑ Λουκά Ιατρού
Φύγαμε από το Λευκόνοικο με βαριά καρδιά, αλλά ταυτόχρονα και με αγαλλίαση, γιατί μας αξίωσε ο Σωτήρας μας να τον λειτουργήσουμε και φέτος για δεύτερη φορά. Ευχή όλων μας να επισκευαστεί η εκκλησία μας και να λειτουργηθούμε σύντομα σε καθεστώς ελευθερίας! 
Ο τάφος του Γιάννη Ηλιάδη, πατέρα του πρώην Υπουργού Άμυνας κ. Δημήτρη Ηλιάδη, πατρικού φίλου

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Θα λειτουργήσουμε και πάλι τον Σωτήρα μας στο Λευκόνοικο
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου, MSc
Ανεξάρτητης υποψήφιας Δημάρχου Λευκονοίκου

Με τη βοήθεια του Σωτήρα μας θα λειτουργήσουμε και πάλι τον ναό του στην κατεχόμενη κωμόπολη του Λευκονοίκου μας, την Κυριακή, 4 Σεπτεμβρίου 2016. Χαρμολύπη λέγεται το αίσθημα αυτό που νιώθουμε κάθε φορά που προσκυνάμε τα πάτρια εδάφη μας, τη γενέθλια γη μας.
Πήραμε πέρσι τέτοια εποχή το βάπτισμα του πυρός, όταν λειτουργήσαμε για πρώτη φορά, μετά από 41 χρόνια προσφυγιάς, την εκκλησία που στοίχειωνε για χρόνια τα όνειρά μας, την εκκλησία που παντρεύτηκαν οι γονείς μας, που βαφτιστήκαμε οι μισοί κάτοικοι του Λευκονοίκου, της Κάτω Γειτονιάς. Είναι η εκκλησία που συνδέεται με όλα τα χαρμόσυνα μα και τα θλιβερά γεγονότα της ζωής μας.
Εδώ γνωρίσαμε τον ήρωα μαθητή του 1955, τον Λουκά Ιατρού, που από ένα ατύχημα- προσπαθούσε να υψώσει τη σημαία μας σε ένα στύλο, όταν φάνηκαν στρατιώτες του κατακτητή- έμεινε παραπληγικός,. Αυτόν τον μεγαλόψυχο, υψιπέτη, ονειροπόλο, ιδεολόγο, πράο, σεμνό, ηθικό, γλυκό νέο που κουβαλούσε στωικά και χριστιανικά το σταυρό του μαρτυρίου του για δέκα χρόνια , μέχρι που τον κάλεσε ο Θεός στα ουράνια δώματά του. Τον βλέπαμε, μικρά παιδάκια, να μπαίνει στην εκκλησία με πολλή ευλάβεια, και  ήταν ένα πρότυπο για μας.
Ταυτόχρονα, σε αυτή την εκκλησία κηδέψαμε τον μεγάλο ήρωα της κωμόπολής μας που έπεσε πρώτος στην Τυλληρία, στις 6 Αυγούστου του 1964,  τον Αναστάσιο Ζαρβού, το λεβεντόψυχο παλληκάρι που έτρεξε από τους πρώτους για να υπερασπιστεί την τιμή και την αξιοπρέπεια του τόπου μας. Και θυμόμαστε που έριχναν παντού με τις μερέχες ροδόσταγμα για να αντέξει ο κόσμος την άσχημη μυρωδιά από την καμένη σάρκα…
Επιπρόσθετα, στην εκκλησία του Σωτήρα μας θυμάμαι τον πρώτο στρατιωτικό γάμο που έγινε στην κωμόπολή μας το 1965, όταν η κόρη του τότε δημάρχου μας, η αγαπημένη μου Γούλα Σπανού παντρεύτηκε τον Φίλιππο Καραμπάτση, απόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων. Ήταν ένα θέαμα πρωτόγνωρο για μας! Καμαρώσαμε!
Πόσες και πόσες θύμησες δεν μας φέρνει στο μυαλό η εκκλησία μας! Τη βροντώδη, γλυκύτατη  φωνή του παπά-Νικόλα μας, καθώς έβγαινε από το Ιερό για να μας κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Χριστού μας. Τους καλλίφωνους ψάλτες μας και τον θεολόγο μας τότε, και ιερέα σήμερα, πατέρα Παρασκευά που έψαλλε εξαίσια και κήρυττε τον Λόγο του Θεού. Ή το πιο ωραίο δρώμενο της βραδιάς της Ανάστασης με τον μ. Μήτσιο, πίσω από την πόρτα και τον παπά-Νικόλα να σπρώχνει την πόρτα και να ανοίγει, λέγοντας «Ούτος εστίν ο βασιλεύς της δόξης!»
Οι θύμησες έρχονται βροχή. Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα βλέπαμε τους φοιτητές και τις φοιτήτριές μας που έρχονταν από την Ελλάδα, τις καθηγήτριές μας με τα υπέροχα μαντό που ήταν της μόδας, θυμόμαστε τα αστεράκια που ρίχναμε μικρά παιδιά στο πανύψηλο κυπαρίσσι της αυλής μας, τα αυγά που τσουγκρίζαμε την Ανάσταση, τα Εγκώμια που ψάλλαμε στον Επιτάφιό μας…
Μέσα στην εκκλησία μας πέρσι περάσαμε τρεις ώρες, με κλάμα και προσευχή. Δεν βλέπαμε τα ερείπια, γευόμασταν τον Ουρανό! Περίσσεψε, αληθινά, η Θεία Χάρις! Ας ευχηθούμε να μας βοηθήσει και φέτος ο Σωτήρας μας να λειτουργήσουμε την εκκλησία του, να κοινωνήσουμε, να κάνουμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων μας, μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, μέχρι την Ανάστασή μας!



Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Εξαγγελία ανεξάρτητης υποψηφιότητας Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη για τον Δήμο Λευκονοίκου

Για 42 χρόνια τώρα, η ψυχή μου, λεύτερο πουλί, πετά στην αγαπημένη κωμόπολη του Λευκονοίκου, τη γενέθλια γη μου, αλλά και σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη μας, τα οποία κουβαλώ μέσα μου, ελπίζοντας ότι θα έρθει το «νόστιμον ήμαρ», η μέρα της επιστροφής στη γη των προγόνων μας, στη γη που πρωταντικρίσαμε τον ήλιο, εκεί όπου είναι θαμμένοι γονιοί και πρόγονοί μας, εκεί που αφήσαμε τα πιο όμορφά μας χρόνια…
Όλα αυτά τα δίσεκτα χρόνια της προσφυγιάς μας προσφέρω με όλες μου τις δυνάμεις, με ανιδιοτέλεια και περισσή αγάπη, σε όλες τις εκδηλώσεις του Δήμου και του Σωματείου μας, από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του, μαζί με άλλους φίλους και φίλες, μαζί με τους δασκάλους, τις δασκάλες, τους καθηγητές και τις καθηγήτριές μου, που αποτελούν τα πρότυπά μου, με μόνο στόχο τη διατήρηση της μνήμης, της κουλτούρας, της παράδοσης και του πολιτισμού της κωμόπολής μας. 

Της κωμόπολής μας που τιμούσε τον άνθρωπο, τις τέχνες και τα γράμματα, γι’ αυτό και μόρφωνε τη γυναίκα, γέννησε έναν Βασίλη Μιχαηλίδη, υπήρξε η κοιτίδα του Συνεργατισμού στο νησί μας, ανέθρεψε ήρωες, θρησκευτικούς ταγούς, έναν Άρχοντα Πρωτοψάλτη, λαϊκούς ποιητές, λογοτέχνες, επιστήμονες, εμπόρους και επιχειρηματίες, τεχνίτες και τόσους και τόσες άλλες, απλούς ανθρώπους, εκλεκτούς και εκλεκτές, που κόσμησαν το στερέωμα της οικονομικής και πνευματικής ζωής του τόπου μας.
Τούτη την ώρα, μνημονεύω τους μακαριστούς Δημάρχους μας, τον Μάρκο Σπανό και τον Λυκούργο Κάππα, ο οποίος μαζί με το Δημοτικό του Συμβούλιο με όρισε ως Πολιτιστική Λειτουργό του Δήμου Λευκονοίκου. Τους ευχαριστώ για όσα πρόσφεραν στον Δήμο μας, όπως ευχαριστώ από καρδιάς τον νυν Δήμαρχο Μιχάλη Πήλικο μαζί με το Δημοτικό του Συμβούλιο, που προέρχεται από τα κόμματα ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ,, όπως και ανεξάρτητους, για το πολυσχιδές έργο τους και την άψογη, θαυμάσια συνεργασία που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια για την πραγμάτωση πνευματικών, πολιτιστικών και άλλων εκδηλώσεων. Τους ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και την τιμή στο πρόσωπό μου.
Ζήνα καθηγήτρια στο Λύκειο Ακροπόλεως

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι συλλογικά, με σύμπνοια, όπως γινόταν μέχρι σήμερα, μπορούμε να συντηρήσουμε τη μνήμη του Λευκονοίκου μας μέχρι την ευλογημένη ώρα της Ανάστασής μας, αλλά κυρίως να μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές το ήθος, τις αξίες, τις αρχές και τις αρετές που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, ανακοινώνω ότι, με βαριά συναίσθηση ευθύνης απέναντι στην Ιστορία μας, κατέρχομαι ως ανεξάρτητη, υπερκομματική υποψήφια Δήμαρχος Λευκονοίκου, στις Δημοτικές Εκλογές του προσεχούς Δεκεμβρίου. 
Σημαιοφόρος στο Γυμνάσιο Λευκονοίκου

ΑΓΑΠΩ με πάθος το Λευκόνοικο και τους ανθρώπους του! Έχω τις γνώσεις, τα βιώματα και το όραμα, γι’ αυτό έχω την πεποίθηση ότι με τη βοήθεια του Θεού θα μπορώ από το αξίωμα της Δημάρχου να προσφέρω ακόμα περισσότερα στην κωμόπολή μου και να την εκπροσωπώ επάξια σε κάθε ευκαιρία. Θα στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις τους συνδημότες και τις συνδημότισσές μου και θα ενισχύσω τις επαφές με όλους, αλλά κυρίως με τη νέα γενιά! Στόχος μου είναι να ενδυναμώσουμε τις σχέσεις μας, και τα νέα παιδιά να νιώθουν περηφάνια για την καταγωγή τους!Το χρωστάμε σ’ αυτούς που πέρασαν και σ’ αυτούς που θα’ ρθουν! Το χρωστάμε στην Ιστορία του Λευκονοίκου!
Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη, Λευκόνοικο, Αμμοχώστου
μαζί με την αγαπημένη μου φιλόλογο κ. κούλα Παρασκευά από το Λευκόνοικο

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Ο Ήρωας Μαθηματικός Πανίκκος Χατζηπαντελής ο οποίος χάθηκε στην περιοχή του Κουτσοβέντη σαν σήμερα πριν από 42 χρόνια.
Ο πρώτος αγνοούμενος από το Λευκόνοικο του οποίου τα οστά ταυτοποιήθηκαν με τη γνωστή μέθοδο.
Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου,MSc
Σήμερα, κηδεύσαμε τον πρώτο αγνοούμενο του Δήμου Λευκονοίκου που τα οστά του ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNΑ. Είναι ο Πανίκκος Χατζηπαναγής, ο τελειόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο αριστούχος μαθητής του Γυμνασίου Λευκονοίκου, ο σεμνός, μεγαλόψυχος νέος, με ευγένεια και αρετή, ο ευπρεπής, ευφυής, εύστροφος, ταλαντούχος και πολύ δραστήριος, που ξεχώριζε στον χορό, το τραγούδι, αλλά κυρίως στη βυζαντινή μουσική, αφού του άρεσε να ψάλλει.
Ανάμεσα στους ιερείς που τέλεσαν την εξόδιο ακολουθία ήταν και ο φιλόλογος καθηγητής του πατήρ Κυριάκος Ρήγας, που απ' ό,τι θυμάμαι πολύ καλά, τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε πάρα πολύ, γιατί έμοιαζαν. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ήταν δυο διάνοιες, η μια στα Φιλολογικά και η άλλη στα Μαθηματικά, και είχαν κοινή αγάπη την εκκλησία και την ψαλτική.
Ο Πανίκκος Χατζηπαντελής. 40 χρόνια αγνοούμενος. Σχεδόν τον ξεχάσαμε οι πιο πολλοί. Ξεχάσαμε τη φυσιογνωμία του. Ήταν 23 χρονών. Του έμεινε ένα μάθημα να πάρει το πτυχίο του. Γύρισε αρχές Ιουλίου του 1974, όπως κι εμείς, από την Αθήνα για να περάσει το καλοκαίρι με τους δικούς του.
Σήμερα θα ήταν 63 χρονών, και θα είχε αφυπηρετήσει, όπως και οι φίλοι του. Θα είχε κάνει οικογένεια, θα είχε μαθητές που θα τον λάτρευαν, είμαι σίγουρη, γιατί, πέρα από εγκρατής της Μαθηματικής Επιστήμης, ήταν καλόψυχος, προσηνής και καλόκαρδος, και τώρα θα απολάμβανε τους καρπούς των μόχθων του. Θα έκανε κι αυτός, όπως όλοι μας, τα δάνειά του για να κτίσει σπίτι και να επιβιώσει στην προσφυγιά, ίσως να είχε και εγγόνια τώρα να νταντεύει.
Τον πρόλαβε, όμως, ο πόλεμος. Μοίρα κακή τού έμελλε να του στήσει καρτέρι ο Χάροντας σε μια βουνοκορφή του Πενταδακτύλου μας, κοντά στο χωριό Κουτσοβέντη. Ο Πανίκκος, που υπηρέτησε στις Δυνάμεις Καταδρομών, εκείνο τον Ιούλη τον μαχαιρωμένο, ως έφεδρος τοποθετήθηκε στο 398 Τάγμα Πεζικού που από την Κυθρέα προχώρησε προς το τουρκοκυπριακό χωριό Επηχώ, την Πέτρα του Διγενή και το Τζιάος, στο οποίο βρίσκονταν ισχυρές τουρκοκυπριακές δυνάμεις. Μαζί με το 305 Τάγμα Επιστρατεύσεως κατέλαβαν το Τζιάος στις 22 Ιουλίου, το μεσημέρι.
 Μόνο στο άκουσμα αυτού του χωριού, παγώναμε στα μικρά μας χρόνια. Ήταν το μεγαλύτερο τουρκοκυπριακό χωριό της περιοχής μας με πολύ φανατισμένους κατοίκους που δημιουργούσαν συνέχεια προβλήματα στους κατοίκους των γύρω χωριών. 
Ο Πανίκκος γύρισε στο σπίτι του στις 11 Αυγούστου με άδεια, και ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν οι δικοί του, οι γονείς του και οι δύο αδελφές του που τον λάτρευαν.
Στη Β΄φάση της τουρκικής εισβολής, ο Πανίκκος με άλλους άνδρες από τη μονάδα του επάνδρωναν θέσεις σε ύψωμα βόρεια του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Μετά την ορμητική επέλαση του τουρκικού στρατού, που οι δυνάμεις του ήταν καταφανώς υπέρτερες των δικών μας, με τα βαρέα όπλα, τα άρματα μάχης και τα αεροπλάνα, τα παιδιά μας βρέθηκαν περικυκλωμένα. Οι Τούρκοι διέσπασαν τις γραμμές της Εθνικής Φρουράς!
Όλα ήταν μάταια εκείνες τις ώρες. Πώς να τα βγάλουν πέρα τα παιδιά μας με την υπεροπλία της πολεμικής μηχανής της Τουρκίας; Ο Πανίκκος θεάθηκε μαζί με άλλους δυο στις 16 Αυγούστου στην περιοχή του Κουτσοβέντη. Ήταν η τελευταία φορά που έδωσε σημεία ζωής.
Όπως κάθομαι στο γραφείο μου, στον πάνω όροφο του σπιτιού μου, βλέπω ακριβώς απέναντί μου τον Πενταδάκτυλο και τα φώτα του Συγχαρί, του Βουνού και του Κουτσοβέντη. Σκέφτομαι όλα τα παιδιά μας που βρέθηκαν στην ίδια θέση. Περικυκλωμένοι από έναν απηνή εχθρό, εξουθενωμένοι από τον καταιγισμό των πυρών και την άνιση μάχη, πικραμένοι από την προδοσία, χαμένοι σε άγνωστες βουνοκορφές με τον θάνατο να ελλοχεύει σε κάθε τους βήμα, σαν δαμόκλειος σπάθη να τους κόψει το νήμα της ζωής.
Ναι, ο Πανίκκος ήταν λίγο πιο μεγάλος από τους συμμαθητές μου, πιο έμπειρος, πιο ώριμος. Μα φαντάζομαι ότι ο φόβος του άγνωστου, η αγωνία για το μέλλον τους, η προσπάθεια για να βρουν μια διέξοδο και να γλυτώσουν τη ζωή τους, έκαναν εκείνες τις στιγμές εφιαλτικές, που μόνο όσοι τις έζησαν μπορούν να καταλάβουν.
Φαντάζομαι πόσες προσευχές θα έκανε ο Πανίκκος στον Σωτήρα μας για να τον βοηθήσει. Πόσες φορές θα επικαλέστηκε την Παναγία μας, γιατί ήταν παιδί με βαθιά πίστη στον Θεό. Μα και πόσος φόβος θα είχε εμφιλοχωρήσει στην ψυχή του, γιατί και οι ήρωες είναι άνθρωποι και όχι υπερφυσικοί και ημίθεοι. Ως άνθρωποι και οι ήρωες λιποψυχούν, γιατί «γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα», όπως μας υπενθυμίζει ο εθνικός μας ποιητής.
Δεν μου αρέσει η εξιδανίκευση και η ωραιοποίηση. Προτιμώ τους ήρωες ανθρώπινους, με συναισθήματα, με αγάπη για τη ζωή, για τις χαρές της και τα κάλλη της. Δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι θα έβλεπε και τι θα σκεφτόταν τη στιγμή της σύλληψης και της εκτέλεσής του. Πιστεύω, όμως, ότι μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν θα τον εγκατέλειψε η ελπίδα. Τουλάχιστον τέτοια εντύπωση μου έδινε από όσο τον ήξερα. Ήταν μαχητής, ενθουσιώδης, με δυνατή ψυχή.
Μπορεί να πέρασαν μπροστά του σκηνές από τη ζωή του, στο Λευκόνοικο και την Αθήνα, μπορεί να σεριάνισε το μυαλό του στον ηλιακό του σπιτιού του, εκεί που η  μάνα του ολημερίς ύφαινε τα λευκονοικιάτικα υφαντά της για να μπορέσει να σπουδάσει τον μοναχογιό της, το καμάρι της. Ή ποιος ξέρει τι μυστικό θα  κρατούσε σαν φυλακτό στην καρδιά του; Ποιο κορίτσι θα τον συντρόφευε μέχρι την τελευταία του πνοή;
Ναι, αν ήθελε, θα μπορούσε να φύγει πιο νωρίς, να γίνει ρίψασπις, και να διασωθεί. Η καβαφική όμως αξιοπρέπεια, η παιδεία του και η αγωγή του δεν του επέτρεπαν να κινήσει από το χρέος. Γι' αυτό έμεινε με τους άλλους ήρωες και φύλαξαν τις Θερμοπύλες του νησιού μας. Τίμησαν την προγονική αρετή. 
Μαζί με τον Πανίκκο, το λεβεντόπαιδο της γειτονιάς μας που γύρισε μια χούφτα κόκκαλα σε μια κασόνα, συνειρμικά ο νους μας πήγε και στον άλλο γείτονά μας, και συγκάτοικό του στην Αθήνα, τον Νίκο Μανδρίτη, τον φοιτητή της Οδοντιατρικής. Μικρός το δέμας ο Νίκος, αλλά μεγάλος στην ψυχή, σκοτώθηκε στη διάρκεια της δεύτερης εισβολής, και τον έθαψαν οι δικοί του στη Λάρνακα.
Τους θυμάμαι στην Αθήνα. Όταν πήγα το 1973 πρωτοετής φοιτήτρια, κάποιες φορές τους επισκεπτόμαστε με τα ξαδέλφια μου στο διαμέρισμά τους  στους Αμπελοκήπους. Θυμάμαι τα γέλια που κάναμε, τα πειράγματα του Πανίκκου αλλά και του Κυριάκου Χριστοφόρου, του τρίτου τους συγκατοίκου, προς τον Νίκο. Τον κορόιδευαν ότι δεν θα τον εμπιστεύονταν να τους φτιάξει τα δόντια τους.   Όμορφες εποχές. Γεμάτες ανεμελιά, χαρά, αισιοδοξία μα και σεβασμό, άδολη φιλία, ανθρωπιά.
Κι ύστερα ήρθε η προσφυγιά. Εμπλουτίστηκε το λεξιλόγιό μας με τη λέξη αγνοούμενος. Η μάνα του, αλλοπαρμένη, ρωτούσε απεγνωσμένα να μάθει για τον γιο της. Αυτός ο καημός την έστειλε στον τάφο.
Καλό σου ταξίδι, φίλε Πανίκκο. Τώρα που ησύχασε η ψυχή σου, τώρα που σου έγιναν τα πρέποντα για έναν Χριστιανό Ορθόδοξο Έλληνα, ας αναπαυτεί το σώμα σου στη γη της Λάρνακας, μέχρι να σε θάψουμε μαζί με τους προγόνους σου στο Λευκόνοικό μας. Σε παρακαλούμε, εκεί στα παραδεισένια τοπία που ζεις, γιατί είμαι σίγουρη ότι ένα τέτοιο αγνό και ταπεινό παιδί είναι στους κόλπους του Θεού, να προσεύχεσαι και για μας τους υπολειπόμενους.
Αιωνία ας είναι η μνήμη σου και αγήρατος η δόξα σου. Εμείς θα σε θυμόμαστε πάντα από το σύντομο πέρασμά σου από αυτή τη ζωή. Θα θυμόμαστε τον ήρωα του Λευκονοίκου με την αρχοντική ψυχή, την ανιδιοτέλεια, το απαράμιλλο ήθος και τα πολλά χαρίσματα!



Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

ΑΠΑΓΧΟΝΙΣΜΟΣ ΖΑΚΟΥ, ΠΑΤΑΤΣΟΥ, ΜΙΧΑΗΛ

Της Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη
Φιλολόγου
«Αγαπητέ αδελφέ,
Όταν θα πάρεις το γράμμα μου αυτό θα έχω φύγει για πάντα.(Υπάρχει κανείς που θα μείνει;).
Η ώρα του θανάτου πλησιάζει μα στην ψυχή μας φωλιάζει η ηρεμία.Τη στιγμή αυτή ακούμε την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε, πού υπάρχει τραγωδία στο θάνατο.Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, αν απέφευγα την εκτέλεση. Νομίζω ότι μόνο με την εκτέλεση θα μπορέσω να μείνω πάντα νέος κι αθάνατος.Πρώτα ή ύστερα έπρεπε να διαθέσω τη ζωή μου. Δε βλέπω πιο κατάλληλη στιγμή από την τωρινή, για να το κάνω.
Δίνε θάρρος στην οικογένεια. Προσπάθησε να παρηγορήσεις τη μητέρα μας.Ο πρώτος της γιος από τώρα και στο εξής θα είσαι εσύ και όχι εγώ.
Σε φιλώ,
Ο αδελφός σου Ανδρέας».
Ο τάφος του ήρωα Ανδρέα Ζάκου
9 Αυγούστου 1956. Ο ουρανός της Μεγαλονήσου μας μαύρισε γι’άλλη μια φορά, θρηνώντας τα νιάτα και την ομορφιά τριών παλληκαριών, που δεν τα φόβιζε ο θάνατος, γιατί θεωρούσαν τη ζωή περιττή μέσα στη σκλαβιά.Τρία νέα Ελληνόπουλα, και μπροστά τους μόνο η αγχόνη και το φως της λευτεριάς, που δεν μπορούσαν να του αντισταθούν: Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος, Χαρίλαος Μιχαήλ.
Στο βάθος η αγχόνη
Ο Ανδρέας Ζάκος, που έγραψε την πιο πάνω επιστολή, γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Λινού, αλλά μεγάλωσε στη Λεύκα. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Σολέας και εργάστηκε στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Ξεχώριζε για το ήθος, την ευγένεια και την προσήλωσή του στα ελλληνικά ιδεώδη. Σε νεαρή ηλικία πρωτοστάτησε στην ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σωματείων στην περιοχή της Σολιάς.
Με την ομάδα του Μάρκου Δράκου στις 15 Δεκεμβρίου του 1955 έστησαν ενέδρα στο Μερσινάκι, κοντά στους αρχαίους Σόλους, σ’ ένα αγγλικό τζιπ. Κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας Άγγλος, ενώ από τους αγωνιστές έπεφτε ο πρώτος νεκρός της Ε.Ο.Κ.Α., ο Χαράλαμπος Μούσκος. Ο Μάρκος Δράκος τραυματίστηκε, αλλά κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι Ανδρέας Ζάκος και Χαρίλαος Μιχαήλ καθηλώθηκαν από τον Άγγλο ταγματάρχη Κουμπ, που τελικά τους συνέλαβε.
Ανάμεσα στον Κουμπ και τον Ζάκο μεσολάβησε μια στιχομυθία, μέχρι να φτάσουν οι αγγγλικές ενισχύσεις. Όταν ο ταγματάρχης ρώτησε τον Ζάκο γιατί τους πυροβόλησαν, αυτός απάντησε: « Είμαι Έλληνας κι αγωνίζομαι για τη λευτεριά της πατρίδας μου!».
Λίγο πριν από τον απαγχονισμό, ανάμεσα σ’ άλλα, γράφει στον πατέρα του στις 7 Αυγούστου:
« Όπως σας είπα, αφού είμαστε χριστιανοί, πιστεύουμε στην Ουράνια Βασιλεία και δεν πρέπει να μας φοβίζει ο θάνατος. Εξάλλου, εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να ξέρουμε την ώρα του θανάτου μας, κι έτσι να προπαρασκευαστούμε».
Κατά τη διάρκεια της δίκης και της διαμονής του στο κελλί των μελλοθανάτων, ο Ανδρέας Ζάκος επέδειξε σπάνια ψυχικά χαρίσματα. Την καταδίκη του σε θάνατο από τον Άγγλο δικαστή Σω άκουσε με απόλυτη ψυχραιμία.Ο ίδιος έδινε θάρρος στους γονείς και τους συγγενείς του μέχρι την ύστατη στιγμή του.Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ακούσει την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν.
Η αδελφή του Ανδρέα Ζάκου, κ. Αστέρω Ζάκου
Ο ήρωας Ανδρέας Παναγίδης έγραψε ότι ο Ζάκος και οι άλλοι πέθαναν με υπερηφάνεια.Τραγουδούσαν μισή ώρα πριν εκτελεστούν και την ώρα της εκτέλεσης φώναζαν υπέρ της Ελευθερίας.Ο γιος του ήρωα Ανδρέα Παναγίδη, ο σύζυγός μου Αριστείδης Παναγίδης θυμάται, τετράχρονο αγόρι τότε, που πήγε να δώσει λουλούδια στον πατέρα του, κι αυτός του είπε να τα δώσει στους αγωνιστές στα απέναντι κελλιά που επρόκειτο να απαγχονιστούν τις επόμενες μέρες. Ήταν αρχές Αυγούστου του 1956.
Ο άλλος ήρωας του απελευθερωτικού μας αγώνα που απαγχονίστηκε στις 9 Αυγούστου ήταν ο Ιάκωβος Πατάτσος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1934. Διακρινόταν ιδιαίτερα τόσο για τα πατριωτικά του συναισθήματα όσο και για τη θρησκευτικότητά του.Τον συνέλαβαν στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας και τον κατηγόρησαν για επίθεση και φόνο ενός Τούρκου, παρά το γεγονός ότι δε βρέθηκε πάνω του ούτε όπλο ούτε άλλο ενοχοποιητικό στοιχείο.. Στην πραγματικότητα ήταν αθώος, γιατί ο Τούρκος είχε εκτελεστεί από άλλο μέλος της Ε.Ο.Κ.Α. Όμως, καταδικάστηκε σε θάνατο από τη μαρτυρία μιας Τούρκισσας.
Ο τάφος του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου
Την παραμονή της εκτέλεσης επισκέφθηκε τον Ιάκωβο η μάνα του.
«Μάνα μου, δε θέλω να λυπηθείς που θα με στερηθείς. Νάσαι περήφανη και να ξέρεις πως θα βαδίσω στην αγχόνη ψύχραιμα σαν αληθινός Έλληνας. Ο Θεός είναι μεγάλος».
Ο Ιάκωβος Πατάτσος ήταν ένας σπάνιος Χριστιανός. Γνώμονα στις ενέργειές του είχε πάντα τη χριστιανική πίστη και τις χριστιανικές αρετές. Ήταν μάλιστα και κατηχητής. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ποθώ μια χριστιανική λευτερωμένη Κύπρο».
Ήταν μόνο 22 χρόνων όταν βάδισε προς την αγχόνη.Την αυγή της 9ης Αυγούστου 1956 από τις φυλακές ακούγονταν φωνές, πατριωτικά τραγούδια, ζητοκραυγές.Οι τρεις νέοι περίμεναν με ανυπομονησία το θάνατο.Τραγουδούσαν τραγούδια της λευτεριάς και του αγώνα. Έψαλλαν γι’ άλλη μια φορά το μεγαλείο της φυλής.
Η χριστιανική αρετή του Πατάτσoυ και το όλο αγωνιστικό του ήθος φαίνονται από τις επιστολές του που έγραψε από τις φυλακές.’Ομως, το συγκλονιστικό αποκορύφωμα, το κύκνειο άσμα του, ο Ιάκωβος Πατάτσος το γράφει προς τη μητέρα του στις 8 Αυγούστου του 1956.
«Αγαπημένη μου μητέρα,
Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ των αγγέλων. Τώρα απολαμβάνω τους κόπους μου. Το πνεύμα μου φτερουγίζει γύρω από το θρόνο του Κυρίου.Θέλω να χαίρεις όπως κι εγώ.Αν κλαίεις, θα λυπούμαι. Τ’ όνομά σου θα γραφεί στην Ιστορία, γιατί εδέχθης να θυσιασθεί το παιδί σου για την πατρίδα.Είναι καιρός τώρα να καμαρώσεις το παιδί σου. Ευρίσκεται εκεί ψηλά όπου ψάλλουν οι αγγέλοι.Χαίρε, αγαπημένη μου μητέρα. Μην κλαίεις, για ν’ ακούσεις την αγγελική μου φωνή που ψάλλει Άγιος, Άγιος,Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τον Θεόν σ’ όλην την ζωήν».
Τρισάγιο προς τιμήν των ηρώων μας

Ο Χαρίλαος Μιχαήλ είναι ο τρίτος ήρωας που εκτελέστηκε στις 9 Αυγούστου του 1956. Ήταν μόλις είκοσι χρονών. Είχε συλληφθεί μαζί με τον Ζάκο στην ίδια μάχη και καταδικάστηκε με την ίδια κατηγορία.
Γεννήθηκε στο χωριό Γαληνή το 1936. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία. Όμως, όπως έγραψε κάποιος «άνκαι έλαβε μόρφωση δημοτικού μόνον σχολείου, εις την ψυχήν του αντήχον αι μυστικαί υπαγορεύσεις της εθνικής παραδόσεως».
Λέγεται ότι τη στιγμή που ο δικαστής απήγγειλε τη θανατική του καταδίκη, ο Χαρίλαος Μιχαήλ στράφηκε συγκινημένος προς το δικηγόρο του, και του ψιθύρισε:
« Είχα τον φόβον μήπως ο δικαστής μου εχάριζε την ζωήν, επειδή είμαι νεαρός. Πώς θα αντίκρυζα τότε τον Ζάκον ».
Ο Ζάκος, όπως ξέρουμε, ζήτησε και άκουε δίσκους κλασικής μουσικής τις τελευταίες μέρες πριν από την εκτέλεση. Ο Μιχαήλ,όμως, επέμενε να ακούσει δίσκους δημοτικών και λαικών τραγουδιών.
Ο ιερέας αδελφός του ήρωα Χαρίλαου Μιχαήλ, μαζί με συνάδελφό του
και τον αγωνιστή κ. Ανδρέα Παρασκευά, φίλο και συναγωνιστή του ήρωα Ιάκωβου Πατάτσου
Ο ιερέας των φυλακών, σημειώνει για τον Χαρίλαο Μιχαήλ:
« Ο Χαρίλαος Μιχαήλ ήτο πολύ νεαρός και όσες φορές πήγα κοντά του είχε πάντοτε το χαμόγελο στα χείλη, σαν κάτι το ευχάριστο να περίμενε. Ήτο λιγομίλητος και δεν εφαίνετο ούτε σκεπτικός ούτε και σκυθρωπός.Είμαι βέβαιος ότι με το ίδιο χαμόγελο ανήλθε και στην αγχόνη».
Ο τάφος του ήρωα Χαρίλαου Μιχαήλ
Λίγο πριν από το τέλος, γράφει ο Χαρίλαος Μιχαήλ προς τους γονείς του:
«Αγαπητοί μου γονείς,
Όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό, εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από τη ζωή.Μη νομίσετε όμως ότι αυτό με λυπεί. Απεναντίας, επειδή γνωρίζω για ποιο σκοπό θα εκτελεσθώ, αισθάνομαι τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον, και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με αφάνταστη ψυχραιμία. Τι κι αν ζήσω πενήντα και εξήντα χρόνια, πάλι θα πεθάνω και μάλιστα άδοξα. Δεν θέλω να λυπάστε καθόλου για μένα...».
Αναφέρεται ότι την ώρα της εκτέλεσής του, όταν ένας Άγγλος αξιωματικός δοκίμασε κάτι να του πει, τον σταμάτησε, λέγοντάς του: «Έννοια σας, οι Έλληνες ξέρουν πώς να πεθαίνουν».
Η αδελφή του ήρωα Χαρίλαου Μιχαήλ κ. Μαρία Χατζηαναστάση
Οι τρεις ήρωές μας μετά από την εκτέλεσή τους τάφηκαν στο προαύλιο των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας, γιατί οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν τη δημόσια κηδεία τους.
Ήταν περασμένα μεσάνυκτα, όταν ο εφημέριος των φυλακών οδηγήθηκε δίπλα από το δωμάτιο της αγχόνης. Κάτω στο χώμα ήταν αραδιασμένα τα τρία φέρετρα. Τα μαρτυρικά σώματα ήταν τυλιγμένα σε μια κουβέρτα.Άναψε ο λειτουργός τρία κεριά, φόρεσε το πετραχήλι κι έψαλε μόνος τη νεκρώσιμη ακολουθία.
«Σαν τέλιωσα»,γράφει, «έσκυψα και τους εφίλησα, πιο θερμά απ’ όσον τους εφίλησα προηγουμένως ζωντανούς. Τους σκέπασα, τους έχυσα το λάδι, τους έριξα λίγο χώμα... κι έφυγα, αφήνοντας τους τρεις νεκρούς μέσα στα φέρετρα».
Θα ήθελα να τελειώσω αυτό το σημείωμα για τους τρεις ηρωομάρτυρες της αγχόνης με μια αναφορά στη μάνα του Ιάκωβου Πατάτσου.
Η μακαρίτισσα η Ροδού Πατάτσου αναφέρει: « Θυμούμαι την τελευταία φορά που επήα να τον δω...Τους έφερναν. Ετραγουδούσαν. Δυνατά, με θάρρος. Επουμπουρίζαν οι φυλακές. Προπαντός ο δικός μου. Εξεχώριζα τη φωνήν του. Ήταν το «ξύπνα καημένε μου ραγιά», που έλεγαν.
Εφιληθήκαμεν. Εκράτουν τον τζι εκράταν με σφικτά.
«Καληνύκτα τζιαι καλήν αύριο, γιε μου» του είπα. Έπιασέν με η Εγγλέζα περίλυπη τζι επήρεν με έξω.
Έξω που επήα εκατάλαβα τι του είπα. «Καλήν αύριον, γιε μου!». Πιον επήρεν με το παράπονο. ‘Εκλαψα...έκλαψα...’Εγειρνέ μου νερόν η Εγγλέζα...Δε θυμούμαι τίποτε άλλο.»